28.10.11

Καημένε Μακρυγιάννη νο2…



«Καημένε Μακρυγιάννη να ‘ξερες
γιατί το τζάκισες το χέρι σου
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ τα κωλόπαιδα».


Κοντομαρί Χανίων, πρωινό της 2ας Ιουνίου 1941: Περήφανοι και Γενναίοι στο δρόμο για το εκτελεστικό απόσπασμα. Τέσσερα χρόνια μετά ο Ελύτης θα γράψει στο "Άσμα ηρωικό και πένθιμο"
Φωτογραφία: Γερμανικά αρχεία

Καημένε Μακρυγιάννη…



«Καημένε Μακρυγιάννη να ‘ξερες
γιατί το τζάκισες το χέρι σου
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ τα κωλόπαιδα».


Ντίνος Χριστιανόπουλος
«Καημένε Μακρυγιάννη να ‘ξερες» από τη συλλογή «Το κορμί και το σαράκι»
Εκδόσεις Διαγώνιος, 1964

Φωτογραφία: www.tovima.gr

27.10.11

Εξαιρετικά επείγον! Διαβάστε το



ALL WRITE
Ο κανιβαλισμός τον καιρό της πλημμύρας
Κώστας Βαξεβάνης
«Μετά, στην πλημμύρα του άνοου, δεν υπάρχει αντίσταση και το μετά από την πλημμύρα αυτή δεν υπάρχει πια» Γ.-Αλ. Μαγκάκης (Ζήτησε να γραφτεί στον τάφο του)

Δεν μπορείς να πεις τον Ρομπέρτο Κανέσα σκληρό άνθρωπο. Κάθεται απέναντί μου, ένα έξυπνο πρόσωπο φωτισμένο από τ’ άσπρα του μαλλιά, και γελάει με την καρδιά του. Μόνο στα μάτια του, έτσι πιστεύω εγώ, γιατί ίσως πρέπει να πιστεύουμε όταν ο φόβος δεν μας επιτρέπει να κάνουμε κάτι άλλο, βλέπω μια σκιά. Τη σκιά του πρωτόγονου ζώου που επιβίωσε μέσα στην ανθρώπινη φύση.
Ο Ρομπέρτο σηκώνει τα τρία του δάχτυλα ενωμένα, τα κρατάει για ώρα μπροστά στο πρόσωπό του και ύστερα τα οδηγεί ως το στόμα σε μια ιεροτελεστική αναπαράσταση. Νιώθω το δέρμα μου να γίνεται κύτταρα, μόρια αδόμητης ύλης, σε μια ανατριχίλα που δεν είναι οργανική λειτουργία, αλλά άρνηση. Ο Ρομπέρτο συνοδεύει την κίνησή του με τη διήγηση: «Κόβαμε μικρά κομμάτια το παγωμένο σώμα των νεκρών φίλων μας και το καταπίναμε χωρίς να το μασάμε. Σε λίγες ώρες δεν ήταν οι φίλοι μας, αλλά η πρωτεΐνη που έπρεπε να καταναλώσουμε για να επιβιώσουμε πάνω στις χιονισμένες Άνδεις επί 90 μέρες, αφού έπεσε το αεροπλάνο μας».
Ο Ρομπέρτο ήταν ένας απ’ τους 27 που επέζησαν απ’ το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα στις Άνδεις το 1973, κανιβαλίζοντας τα σώματα των νεκρών φίλων τους. Τον συνάντησα στην Ουρουγουάη, λίγο αφότου βγήκε η ταινία Επιζήσαντες που περιγράφει την π εριπέτειά τους. Ακόμη και τώρα, χρόνια μετά, παρότι έχω συνειδητοποιήσει πως όλο αυτό το οικοδόμημα του πολιτισμού μας ισχύει, αν και μόνο αν εξασφαλίζεται η επιβίωσή μας, η ανάμνηση του Ρομπέρτο Κανέσα με τα τρία δάχτυλα μπροστά στο στόμα να αναπαριστά τη φρίκη που κατέπεσε από την ανάγκη με κάνει ν’ ανατριχιάζω.
Όχι, ο κανιβαλισμός δεν μας είναι ξένος. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που σταδιακά εξανθρωπίζεται και ξαναγυρνά στη ζωώδη φύση του, όταν απειληθεί η ύπαρξή του. Η χώρα όπου ζούμε νιώθει πως απειλείται. Έχει ήδη αρχίσει να καταναλώνει σάρκες, πιστεύοντας πως καταβροχθίζει τις πρωτεΐνες της επιβίωσης. Ούτε σώματα συνανθρώπων ούτε ηθικές οριοθετήσεις. Σηκώνει τα δάχτυλα και οδηγεί ως το στόμα την τροφή της, απενοχοποιημένη από τις υποτιθέμενες ανάγκες, εξουθενωμένη από την αβεβαιότητα.
Τι απειλεί την επιβίωση; Η κρίση είναι η απάντηση των περισσότερων. Η κρίση, όμως, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα υποσύνολο στην «πλημμύρα του άνοου». Δεν είναι μόνο η λειτουργία των όρων της αγοράς, αλλά η υποταγή τους σε αυτούς. Οι περισσότεροι, όταν μιλούν για κρίση, περιγράφουν την οικονομική της διάσταση. Κάποιοι, δηλαδή, ενώ εμείς είμαστε απόντες, απεργάστηκαν το μέλλον μας, έκλεψαν τα λεφτά μας, μας οδήγησαν στην ανέχεια και τώρα στον κανιβαλισμό. Όλα αυτά στην Ελλάδα έγιναν με τη βοήθεια ενός «σάπιου πολιτικού συστήματος», το οποίο όλοι κατηγορούν, μια και φύτρωσε ως μανιτάρι στο δάσος μετά απ’ τη βροχή κάποιων πολιτικών εξελίξεων.
Η ευθύνη γι’ αυτά μοιάζει τόσο μακρινή, που δεν μας συμπεριλαμβάνει, δεν απαιτεί από εμάς κι έτσι μοιραία μάς δίνει το δικαίωμα της τιμωρίας, ίσως και του κανιβαλισμού. Είναι προφανές πως η αλήθεια δεν είναι αυτή. Και δεν συμβαδίζει με την προσπάθεια αντικειμενοποίησης των προβλημάτων που δημιούργησε η ίδια η πρακτική μας.
Ακόμη και αν κάψουμε στην πυρά όλα τα «χοντρά» παιδιά της Μεταπολίτευσης, δεν πρόκειται να φωτίσουμε κανέναν δρόμο προόδου. Γιατί το πολιτικό σύστημα είμαστε πια εμείς. Είναι αυτή η Βουλή με τους κρετίνους που επιλέξαμε, αυτούς που ανταποκρίνονταν στα γούστα και τις ευκολίες μας. Είναι η Βουλή με τους ανεπάγγελτους, με τους ποδοσφαιριστές, τους τραγουδιστές, τους τηλεοπτικούς αστυνόμους και τις κινηματογραφικές λολίτες. Αξίζουν ή όχι, δεν αναδείχτηκαν από καμιά πολιτική διαδικασία, αλλά απ’ τον πολιτικό στρουθοκαμηλισμό μας που κατανάλωνε ό,τι έλαμπε.
Τώρα κατηγορούμε αυτό το πολιτικό σύστημα γιατί δεν παρήγαγε πολιτική σκέψη με την ίδια ευκολία που σταύρωνε τα ποθητά του πόδια στα έδρανα της Βουλής; Γιατί δεν έπαιξε καλά τον πολιτικό του ρόλο, όπως έπαιζε αυτόν στο σίριαλ; Τώρα οι εφημερίδες θα γράψουν βαθυστόχαστα άρθρα για την αδυναμία του πολιτικού συστήματος; Αυτές που κυκλοφορούσαν με θέματα για τις «ωραίες της Βουλής», αποκρύπτοντας τα τέρατα της πραγματικότητας;
Το πολιτικό σύστημα δεν είναι μόνο οι νταβατζήδες, τα αλληλοδιαπλεκόμενα συμφέροντα και οι αργυρώνητοι δημοσιογράφοι. Είναι μια κοινωνία ανοησίας, ασφαλούς ουδετερότητας, εξυπηρετικής άγνοιας και συμφεροντολογικής υπομονής. Αυτή που έσπασε τ’ αξιακά φράγματα για να επέλθει η «πλημμύρα του άνοου». Η κοινωνία που εξομοίωσε το televoting με την ψήφο. Που μπέρδεψε την πραγματικότητα με την εικονικότητα που αντικατέστησε την αυτογνωσία.
Ο Μαρξ έλεγε πως η βία είναι μαμή της Ιστορίας. Οι μεγάλες αλλαγές έχουν βία, αλλά η βία δεν σημαίνει απαραίτητα και ιστορικές αλλαγές. Αν ήταν έτσι, όλοι οι ληστές θα έφερναν επαναστάσεις. Μπορεί η βία να είναι η εκδίκηση του ανόητου ή η ταραχή του μικροαστού. Αυτού που δεν θέλει την αλλαγή, αλλά φοβάται μην αλλάξει το σύστημα του μικρόκοσμού του που πιστεύει ως κόσμο.
Ο κανιβαλισμός δεν είναι η βία που θ’ αλλάξει τον κόσμο. Είναι η άρνηση του προσωπικού κόστους και της ευθύνης. Είναι η απώθηση, η άρνηση της πραγματικότητας που διαμόρφωσες μαζί μ’ ένα τσούρμο κομψευόμενους, λαμπερούς, αλλά άχρηστους βουλευτές.
Θεωρώ πως μοναδική λύση είναι να καταστραφεί αυτό το πολιτικό σύστημα. Μαζί με τις προσωπικές μας επιλογές που το ανέδειξαν. Αλλά αυτό δεν θέλει κανιβαλισμό. Θέλει ευθύνη. Δεν γίνεται άνθρωποι που δεν είπαν ποτέ στη ζωή τους ένα «όχι» αξιοπρέπειας να εκφέρουν ξαφνικά τα μεγάλα ιστορικά «όχι».

Πηγή: περιοδικό Lifo, τ. 267, 19 Οκτωβρίου 2011
http://www.lifo.gr/mag/columns/4307

Aπεργούμε, δηλαδή ηλίθια αυτοκτονούμε




Aπεργούμε, δηλαδή ηλίθια αυτοκτονούμε 
Χρήστος Γιανναράς

H Eλλάδα δεν λογαριάζεται πια κυρίαρχο κράτος, είναι περισσότερο από φανερό. H κυβέρνηση δεν κυβερνάει, εκτελεί αδέξια τις εντολές της «Tρόικας». H Bουλή δεν αυτενεργεί, ψηφίζει νόμους που υπαγορεύει με πνιγερούς εκβιασμούς η «Tρόικα». O,τι διαβάζαμε κάποτε στο βιβλίο της Nάομι Kλάιν και το θεωρούσαμε αμφίβολης εγκυρότητας υπερβολή, το ζούμε σήμερα στο πετσί μας, πανικόβλητοι.
Tο εφιαλτικότερο και από τον εφιάλτη είναι ο δικός μας πανικός που έχει τον χαρακτήρα συλλογικής παράνοιας: Zούμε την έξωθεν επιβαλλόμενη «θεραπεία - σοκ» μιας καταστροφής, και εμείς αντιδρούμε με τον φανατισμό της αλογίας ηλίθιου ανθρώπου – απεργούμε. Γκρεμίζουμε από μόνοι μας τους όρους της συλλογικής μας συνύπαρξης, καταστρέφουμε σαν μανιακοί την όποια κοινωνική περιουσία και το όποιο επιχειρηματικό δημιούργημα συμπολίτη. Kάθε συντεχνία θέλει να περισώσει προνόμια, να μείνει, μόνη αυτή, άθικτη από την καταστροφή. Kαι νομίζει ότι θα το πετύχει διαλύοντας τις προϋποθέσεις λειτουργίας κοινού βίου, καταστρέφοντας τους όρους της συνύπαρξης.
Mε τις απεργίες, κάθε μέρα, μήνες τώρα, αντιδρούμε στον πνιγμό σφίγγοντας ακόμα πιο βίαια τη θηλιά στον λαιμό μας. Aν κάποια διεθνή συμφέροντα εκμεταλλεύονται τα εγκλήματα φαύλων και ανίκανων κυβερνήσεων που εμείς ψηφίζουμε, αν μεθοδεύουν την «αναμόρφωση» της οικονομίας μας καταστρέφοντας τον παραγωγικό δυναμισμό της χώρας, εμείς σπεύδουμε να πλειοδοτήσουμε σε καταστροφή. Aν το ευρωπαϊκό «διευθυντήριο» και το δυσώνυμο ΔNT θέλουν την ανάταξη της ελλαδικής οικονομίας με όρους βίαιης απαξίωσης, εμείς τους προσφέρουμε, σαν ανεγκέφαλοι κρετίνοι, έτοιμη στο πιάτο την απαξίωση.
Eίναι κυριολεκτικά παρανοϊκό: Ποιον φαντάζονται ότι ζημιώνουν ή εκβιάζουν οι παντοδαποί κάθε μέρα απεργοί στο χρεοκοπημένο ελλαδικό κράτος; Aπό τους όγκους των σαπισμένων σκουπιδιών στους δρόμους, την καθημερινή παράλυση κάθε κοινωνικού μέσου μεταφοράς, τις δίχως έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας πτήσεις αεροπλάνων, τα κλειστά σχολειά και τα υπό «κατάληψιν» υπουργεία, θίγεται μήπως η «Tρόικα», δυσχεραίνεται στο παραμικρό η απάνθρωπη πανουργία του ΔNT; Mήπως ταλαιπωρούνται, έστω και ελάχιστα, οι αχρείοι εγκληματίες της επαγγελματικής πολιτικής στη χώρα μας; Oι απεργίες βασανίζουν μόνο το κοινωνικό σώμα και προπάντων τη φτωχολογιά, τον ανήμπορο, αδύναμο πολίτη. Eίναι μια στυγνή, σαδιστική ομηρεία ανθρώπων από αδίστακτους συνανθρώπους.
Bασανισμός άσκοπος, βία τυφλή, δίχως ίχνος λογικής επιδίωξης: Eνας κράτος που, από μέρα σε μέρα, απλώς αναβάλλει τη γενική «στάση πληρωμών», απαιτούν οι απεργοί να συντηρήσει κραυγαλέας αδικίας προνόμια. Δεν ζητούν ακατανομή δίκαιη των ψιχίων πια του κρατικού κορβανά, απαιτούν άθικτες τις δικές της κάθε συντεχνία προνομίες. Aκυρώνουν κάθε ενδεχόμενο κοινωνικής συνοχής, συντονισμένης αντίστασης στον κοινό εφιάλτη.
Πρέπει και μπορεί να οργανωθεί αντίσταση στον εφιάλτη που ζούμε. Aλλά ο τρόπος, η πρακτική της αντίστασης δεν μπορεί να είναι η απεργία. Eίναι άλλη η λογική της απεργίας, άλλες οι προϋποθέσεις για να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Tο δηλώνει η ίδια η σημασία της λέξης: Aπέχω από το έργο, διακόπτω την εργασία, σταματώ την παραγωγή, για να ζημιωθεί ο ιδιοκτήτης του παραγόμενου προϊόντος και να εξαναγκασθεί σε ικανοποίηση των αιτημάτων μου. Oμως, όταν εργοδότης είναι το σύνολο κοινωνικό σώμα και το παραγόμενο (προϊόντα ή υπηρεσίες) είναι κοινό, κοινωνούμενο αγαθό, όταν ο εργαζόμενος έχει δεχθεί (με την υπογραφή του ή και με όρκο) να βιοπορίζεται υπηρετώντας το κοινωνικό σύνολο, τότε ο απεργιακός εκβιασμός γίνεται λογικά αντιφατικός, ανατρεπτικός των όρων λειτουργίας της συλλογικότητας. Γι’ αυτό και υπάρχουν νόμοι που οριοθετούν την απεργία των δημόσιων λειτουργών, υπάρχουν δικαστήρια που κρίνουν πότε μια απεργία είναι «παράνομη και καταχρηστική».
Mε τους όρους της ρεαλιστικής, όχι ρητορικής δημοκρατίας, δεν χωράει επιείκεια, ούτε οίκτος για τη σαδιστική ιδιοτέλεια, τη μεθοδικά οργανωμένη αντικοινωνική συμπεριφορά: Oι δημόσιοι λειτουργοί που απεργούν παράνομα και καταχρηστικά, απολύονται. H αυτονόητη απόλυσή τους είναι κοινωνική κατάκτηση ασύγκριτα πρωταρχικότερη από το δικαίωμα της απεργίας. Aυτή τη στοιχειώδη λογική της δημοκρατίας παραβιάζει και ατιμάζει η φασιστική λογική της κομματοκρατίας, τριάντα χρόνια τώρα, στην Eλλάδα – δεν απολύει ποτέ κανέναν εκβιαστή.
Για να βρεθούν άλλοι τρόποι κοινωνικής αντίδρασης στον σημερινό εφιάλτη, τρόποι διαφορετικοί από την απεργιακή αυτοκαταστροφή, χρειάζεται πρωταρχικά να ξεκαθαριστούν οι στόχοι: Tι θέλουμε ως κοινωνία να απαιτήσουμε, τι ακριβώς ζητάμε. Kαι η λογική (μοναδική δυνατότητα συν-εννόησης) λέει: Nα αποσυρθούν πάραυτα από τη διαχείριση της καταστροφής οι κυρίως υπαίτιοι και φυσικοί αυτουργοί της καταστροφής, οι επαγγελματίες κομματάνθρωποι και κάθε παρακεντές των σιχαμερών τους μαγειρείων. Θέλουμε μια υπηρεσιακή κυβέρνηση σοφών της οικονομίας, της διοίκησης, της διπλωματίας, να διαχειριστούν αναδημιουργικά την καταστροφή και να οδηγήσουν τη χώρα σε Συντακτική Eθνοσυνέλευση για καινούργιο Σύνταγμα απελευθέρωσης από τον ζυγό της κομματοκρατίας.
Aυτοί είναι οι στόχοι που υπαγορεύει η λογική των κοινωνικών (όχι συντεχνιακών) προτεραιοτήτων. H ίδια λογική που αποκλείει ως μέσο επιδίωξης και των αγιότερων στόχων την αυτοκτονική απεργία, την οποιαδήποτε μίμηση μεθόδων, νοοτροπίας και ήθους των σημερινών συνδικαλιστών του δημοσίου, τυράννων του κοινωνικού σώματος. Aν είναι ξεκάθαροι οι στόχοι, ξεκάθαρο και το τι πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθεί, τότε μόνο η κοινωνική δυναμική θα γεννήσει τις συγκεκριμένες πρακτικές, τους τρόπους και τα μέσα για να επιτευχθούν οι στόχοι. Kάθε a priori υπόδειξη εύκολα γλυστράει στην ηθικολογία ή σε ουτοπικούς ψυχολογικούς συνεπαρμούς. Nα υποδείξεις λ.χ. φανατισμένο πείσμα για σοβαρή δουλειά με αυτο-οργάνωση των εργαζόμενων σε κάθε πτυχή της κρατικής μηχανής, ή μια απεργία πείνας δεκάδων χιλιάδων πολιτών, με θυσιαστική ετοιμότητα, στο Oλυμπιακό Στάδιο, είναι μόνο άγονα γεννήματα του μυαλού.
Mόνο ξεκάθαροι στόχοι επιδιώξεων και αποφυγών ενδέχεται να γεννήσουν τρόπους δράσης.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 23 Οκτωβρίου 2011
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_23/10/2011_460288

26.10.11

Μήπως να ξανασκεφτούμε;


Καλά μεσάνυχτα Έλληνες



ΠΡΟΣΩΠΑ
Καλά μεσάνυχτα Έλληνες
Αχιλλέας Βλάχος*


Ανήκω στη γενιά των 35ρηδων, είμαι ελεύθερος επαγγελματίας και προσπαθούσα μέχρι πρότινος να δημιουργήσω μια αξιόλογη οικογένεια, σύμφωνα με τα πρότυπα των γονιών μας σε μια πιο εξελιγμένη έκδοση.
Σπίτι επιπλωμένο, δουλειά υποσχόμενη, δυο αυτοκίνητα, μια μηχανή μεγάλου κυβισμού, οικιακές συσκευές τελευταίας τεχνολογίας, τηλεόραση 50’’, αποκωδικοποιητές με τεράστια πιάτα, σκύλο στο σπίτι -λυκόσκυλο βέβαια, φύλακας πιστός να τα προσέχει όλα αυτά και αρκετά πράγματα ακόμα που δηλώνουν τη βλακεία που με (μας) διακατέχει τα τελευταία 10-12 χρόνια.
Η Ελλάδα μας δεν βρίσκεται σε κρίση.
Η Ελλάδα μας έχει τον ομορφότερο ήλιο και θάλασσα στον πλανήτη όπως έλεγε και ο Ελύτης. Δάση και τοπία απαράμιλλης ομορφιάς και κάλλους. Το πιο σύνθετο και αρμονικό σύμπλεγμα νησιών στον κόσμο με απίστευτη βιοποικιλότητα. Ιδανικό κλίμα αγκαλιάζει την Ελλάδα μας εκατομμύρια χρόνια τώρα.
Συνθήκες διαβίωσης που δύσκολα μπορούν να περιγραφούν με λέξεις. Άνθρωπος-φύση σε απίστευτο συνεταιρισμό.
Πλούσια ιστορία που μουσεία και οικονομίες σε όλον τον κόσμο ζουν από τα εκθέματα του ελληνικού πολιτισμού.
Η Ελλάδα μας ΔΕΝ βρίσκεται σε κρίση.
Οι Έλληνες βρισκόμαστε σε κρίση. Όλοι μας προσπαθήσαμε να πάρουμε- άλλος λίγο, άλλος πολύ- από την ωραία πίτα των ωραίων χαρτονομισμάτων euro που μας προσφέρθηκε από τους ευρωπαίους φίλους μας ώστε να εκσυγχρονιστούμε και να προοδεύσουμε.
Να διοργανώσουμε Ολυμπιακούς Αγώνες, να φτιάξουμε αεροδρόμια, δρόμους, γέφυρες, ανώγεια και κατώγια.
Και τι φτιάξαμε; Τίποτα!
Οι ευρωπαίοι φίλοι μας τα φτιάξανε. Το ξέρανε ότι αυτοί θα τα φτιάξουνε και θα τα καρπώνονται. Και εμείς το ξέραμε. Εμείς οι Ελληνες φτιάξαμε τα σπίτια μας και μόνο αυτά χωρίς να μας ενδιαφέρει τίποτα άλλο.
Πήραμε τα δάνεια μας από τους φίλους μας τραπεζίτες, συμπληρώσαμε και από το αποθεματικό των γονιών μας που οι άνθρωποι τα φυλάγανε για μια δύσκολη στιγμή, κάτσαμε και σε έναν μισθό επάνω και είπαμε χαϊδεύοντας την κοιλίτσα μας: “Καλά είμαστε”.
Καίγονται τα δάση; Ρυπαίνεται η θάλασσα; Ξένοι φίλοι επενδυτές αγοράζουν τα νησιά της Ελλάδας; Γερμανοί, Αγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι εκμεταλλεύονται τον ήλιο μας με φωτοβολταϊκά και τα καρπώνονται;
Κινέζοι παίρνουν λιμάνια; Γερμανοί αεροδρόμια; Γάλλοι δρόμους;
Ξένοι δημοσιογράφοι χλευάζουν τον πολιτισμό μας;
Δεν μας ενδιαφέρει, είπαμε. Εγώ παίρνω τον μισθό μου, είμαι χλιδάτος, με λίγα λόγια απέξω από το σπίτι μου και ας είναι δέκα πόντους.
Μόνο που τώρα ήρθε και η σειρά μας. Ήρθαν να μας πάρουν και τα σπίτια μας και το μισθό μας. Αυτό ήταν. Αγανακτήσαμε, φωνάξαμε, αναστατωθήκαμε. Γιατί; Γιατί μπήκανε στο σπίτι μας. Δεν μας νοιάζει τίποτα άλλο.
Και ξαφνικά εμείς οι Ελληνες, όπως αυτοαποκαλούμαστε, με τις σημαίες στα χέρια, με την ορθοδοξία στα πλακάτ, με ωραία και πιασάρικα συνθήματα, χυθήκαμε στους δρόμους, συναντηθήκαμε με συμπατριώτες μας (τους γνωρίσαμε κιόλας γιατί μας ήταν άγνωστοι, μην πω αδιάφοροι), στις μεταξύ μας συζητήσεις (συνήθως στα καφέ με φρέντο 4 ευρώ) ανακαλύψαμε κοιτάσματα πετρελαίου, ουρανίου, θείου, θείας, μανιτάρια σε δύσβατες πλαγιές, εναλλακτικές μορφές ενέργειας, πράσινη ανάπτυξη μέχρι και φυσικό αέριο ακούστηκε.
Άλλοι, λέγανε να πάμε μετανάστες στο Βούπερταλ για μια καλύτερη ζωή.
Για να μην γίνομαι κουραστικός και στενοχωριέμαι γιατί η αλήθεια πονάει (πάντα πόναγε), μια λέξη θα πω: Περαστικά μας, ολόψυχα, κύριοι.
Τώρα αρχίζει σκληρό ροκ με μουσική που δεν επιλέγουμε εμείς, αλλά οι φίλοι μας ευρωπαίοι. Αυτό που χρόνια επιδιώκουν το πετύχανε χωρίς να πέσει ούτε ένας Ελληνας κάτω μαχόμενος.
Μας πήρανε την Ελλάδα μας. Αυτόν τον τόπο που μόνο οι προηγούμενοι από μας αγαπήσανε. Όχι εμείς.
Εμείς αγαπήσαμε τα σπίτια μας και τον σκύλο μας. Οι προηγούμενοι τους στέλνανε στην θάλασσα εάν θυμάται κανείς.
Γιατί πλέον τα βιβλία δεν γράφουν αυτές τις αηδίες. Οι τηλεοράσεις δεν τα παίζουν πια. Δεν είναι πιασάρικα.
Η Τζούλια, ναι, είναι θέμα. Η πατρίδα μας δεν είναι. Πάνε και οι παρελάσεις, σταματήσανε. Μην τυχόν και απροσανατολιστούμε.
Η κηδεία έγινε. Εμείς δεν το πήραμε χαμπάρι. Το μνημόσυνο κοντεύει. Και όπως κάνουν όλοι οι γνήσιοι λιποτάκτες, εμείς οι νεο-έλληνες την κάνουμε. Πάμε να φύγουμε να βρούμε άλλους τόπους. Καλύτερους. Θα προσαρμοστούμε. Εύκολα. Το έχουμε ξανακάνει.


Καλά μεσάνυχτα.


*Ο κ. Αχιλλέας Βλάχος είναι Μηχανικός Η/Υ
Πηγή: ειδησεογραφικό site nooz.gr, 12 Οκτωβρίου 2011 («Μένουμε ή όχι στην Ελλάδα της κρίσης;»)
http://www.nooz.gr/prosopa/feigo-i-menouuuuu

Ομορφιά!





http://www.flickr.com/photos/muraglia/6261516211/in/φωτοστρεαμ
Giulia Muraglia
http://muraglia.tumblr.com/ 

Σήμερα έκανα πως δεν είδα



Bits and Pieces
Άρης Δημοκίδης
Σήμερα έκανα πως δεν είδα.
Την τραγική μας πραγματικότητα

Σήμερα έκανα πως δεν είδα.
Ίσως η πιο δυνατή, συγκλονιστική εξομολόγηση από τότε που ξεκίνησε η στήλη του Lifo.gr Εξομολογήσεις. Απλή, σύντομη και περιεκτική.



Την έγραψε κάποιος χτες, στις 11 το βράδυ.

Πηγή: Lifo.gr, 14 Οκτωβρίου 2011
http://www.lifo.gr/team/bitsandpieces/26994

Αξίζει να προσπαθήσουμε για κάτι;



EDITORIAL
Στα κύματα.
Αξίζει να προσπαθήσουμε για κάτι, ή είναι η ώρα της βίας και της εκδίκησης;
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

Υπάρχει γύρω τόση ρευστότητα, που δεν έχει πια νόημα να γράφεις. Δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Σαν χώρα, σαν πόλη.
Τα λόγια έχουν νόημα όταν ακόμα μπορείς να επηρεάσεις την πορεία των πραγμάτων. Νομίζω όμως ότι το παίγνιο έχει κριθεί: είναι η εξαθλίωση μιας χώρας, η εκτέλεση των κατοίκων της. Μπορείς να θυμώσεις, να φωνάξεις, να τα κάψεις - δεν είναι μικρό πράγμα η εκτόνωση, πολλές φορές ισοδυναμεί με τη ζωή την ίδια. Κι ακόμα πιο πολύ, μπορείς να ικανοποιηθείς απ’ το αίσθημα της εκδίκησης: να δεις όσους πολιτικούς σ’ εξαθλίωσαν στη φυλακή, διαπομπευμένους.
Όλα αυτά είναι λογικά και σ’ έναν βαθμό αναμενόμενα. Αλλά δεν απαντούν σε αυτό: μπορεί να γεννηθεί ένα νέο πολιτικό σχήμα που να μην είναι διεφθαρμένο, υποκριτικό ή αναχρονιστικό - όπως τα υπάρχοντα; Και το κυριότερο: μπορεί να γίνει κάτι, έστω τώρα, έστω την ύστατη στιγμή, που να κάνει την επερχόμενη δυστυχία των ανθρώπων μικρότερη; Δεν έχω ακούσει κανέναν που ν’ απαντάει χειροπιαστά σε αυτά τα ερωτήματα. Όλοι μιλούν για εκδίκηση ή για ουτοπίες. Κατανοητό. Αλλά και λίγο.
Είμαστε τόσο κουρασμένοι με αυτό το μαρτύριο της σταγόνας, που ώρες ώρες λέμε: ας καούν όλα, ας χρεοκοπήσουμε μια ώρα αρχύτερα - μπας και γυρίσουμε σελίδα. Δεν είναι τόσο απλό! Αυτή η χειρονομία εξέγερσης προϋποθέτει πολλή πείνα, πολλές ακυρωμένες ζωές. Από την άλλη, αφού το τρένο της λογικής και της οικονομίας εκτροχιάστηκε, γιατί να μη δοκιμάσουμε τη φαντασία και τα όνειρα; Για να μη χάσουμε τις αλυσίδες μας;
Κάθε Τετάρτη ή Πέμπτη που το Σύνταγμα κλείνει, απλώνεται ένα ψίθυρος εκκωφαντικός: «Σήμερα θα καεί το σύμπαν!». Αλλά εγώ σκέφτομαι, είτε καεί είτε δεν καεί, η ζωή μας κάηκε ήδη. Θα ήθελα πολύ να δω τους υπουργούς του Μεγάλου Πλιάτσικου (που τώρα κρύβονται στις αηδιαστικές νεοπλουτικές κρύπτες τους, σιωπώντας) να τιμωρούνται παραδειγματικά. Αφού η δικαιοσύνη τούς σκέπει με το λερωμένο πέπλο της, ευχαρίστως θα τους έβλεπα να σέρνονται σε λαϊκά δικαστήρια, σε ηθικές λαιμητόμους. Αλλά, ποιος θα δώσει πίσω στους ανθρώπους τα χρόνια της σκληρής δουλειάς τους που εξατμίστηκαν; Το σπίτι που τους πήραν οι τράπεζες; Τον ύπνο που έχασαν;
Κανείς.
Εκτός κι αν στα χαλάσματα γεννηθεί κάποιο νέο είδος αλληλεγγύης.


Πηγή: περιοδικό LIFO, τ. 265, 18 Οκτωβρίου 2011
http://www.lifo.gr/mag/columns/4318

Όπου η παιδεία δεν είναι προτεραιότητα…



Editorial
Όπου η παιδεία δεν είναι προτεραιότητα…
Αγάπη Τσακπίνογκλου



Όπου η παιδεία δεν είναι προτεραιότητα, η υγιής ανάπτυξη και το μέλλον της χώρας τίθενται υπό έντονη αμφισβήτιση. Όπου η παιδεία δεν είναι φάρος ενός κοινού τόπου συνάντησης, το σκοτάδι καραδοκεί να σκεπάσει με φούμο κάθε αχτίδα αλήθειας. Όπου η παιδεία δεν θεωρείται αγαθό πρώτης ανάγκης, οι placebo ειδήμονες σκαρφαλώνουν στο θρόνο της παρακμής και κυβερνούν επικίνδυνα. Επιτρέψαμε στους λαοπλάνους δημαγωγούς να μεταλλάξουν την ελευθερία της σκέψης σε ξέφρενη ελευθεριότητα άνευ ορίων, επιτρέψαμε στην ασυδοσία, στη διαφθορά, στη λαμογιά, στη διαπλοκή, στην οκνηρία, στην αμάθεια, στην ποταπότητα, στη ματαιοδοξία να γίνουν βασικές αρχές μιας πετυχημένης ζωής, στεφανώνοντας με τσίγκινα στέμματα, πρότυπα ανάξια και τιποτένια· επιτρέψαμε η μάθηση να γίνει ειρωνικό σχόλιο στα χείλη ανεγκέφαλων καραγκιόζηδων, επιτρέψαμε η γνώση να χαμηλώνει κεφάλι μπρος στον χλευασμό των άξεστων καθοδηγητών, επιτρέψαμε η γλώσσα μας να καταστραφεί στα χέρια και στα γραπτά αδιανόητων κενόδοξων, τάχα μου εκσυγχρονιστών. Και τώρα, χωρίς πολεμοφόδια, χωρίς σθένος, χωρίς πίστη, καλούμαστε να συναντήσουμε την αλήθεια. Η αλήθεια είναι η μόνη μας ελπίδα, γιατί τότε μόνον η ζωή θα έχει βρει το νόημά της κι εμείς το δρόμο μας. Όσο λοιπόν γρηγορότερα απομακρυνθούμε από κάθε είδους απαξία και φαυλότηταα, τόσο γρηγορότερα θα τα καταφέρουμε.
Καλή δύναμη σε όλους εμάς τους Έλληνες!

Πηγή: περιοδικό “Maison & Decoration”, τ. 113, 23 Oκτωβρίου 2011
Η κα Αγάπη Τσακπίνογκλου είναι Διευθύντρια Έκδοσης του περιοδικού

12.10.11

Όλοι μαζί, όπως στα όργια;



ALL WRITE
Όλοι μαζί, όπως στα όργια;
Μια επικίνδυνη αυταπάτη
Κώστας Βαξεβάνης

Ανάμεσα στο πολλά που παράγουν οι πρωτόγνωρες κοινωνικές εξελίξεις είναι και κάποια πλαδαρά, άυλα σχήματα. Μια ανησυχούσα ελαφρότητα παίρνει τη θέση της ελαφρότητας χωρίς ευθύνη. Αφού όλοι ανησυχούμε, όλοι φοβόμαστε, ίσως το «όλοι» να είναι και η απάντηση. «Όλοι μαζί» για να σωθούμε. Για τραγική ειρωνεία, αυτό το σλόγκαν της σωτηρίας ήταν το διαφημιστικό μότο μιας από τις τράπεζες, την εποχή που μας καλούσε «μαζί» να χρεωθούμε, αλλά όχι και «μαζί» να κερδίσουμε. Μια άλλη εταιρεία είχε για σλόγκαν της το «θέλω». Κάπως έτσι, στην αρχή οι λέξεις και μετά η ζωή μας έπαψαν να είναι μια ουσία κι έγιναν κάτι από διαφήμιση. Τα νοήματα έγιναν σποτάκια. Όλες οι ισχυρές έννοιες έχασαν το βάρος τους για να γίνουν προθέματα μιας καμπάνιας. Μέχρι που πιστέψαμε πως ζούμε σε διαφημιστική καμπάνια. Με ευτυχισμένες νοικοκυρές να πετάνε στον αέρα κουβάδες απ’ τη χαρά τους, κομψευόμενους τριαντάρηδες να φοράνε κουστούμι για ν’ αλείψουν μια φέτα Βιτάμ κι ευτυχισμένους σύγχρονους Τζον Μπόι να τρέχουν προς το λιβάδι στο οποίο δεν υπήρχε πια μικρό σπίτι, αλλά πολυκατοικία.
Και τώρα το «όλοι μαζί» πασχίζει να ξαναγίνει κοινωνική συμφωνία. Στις ομιλίες του πρωθυπουργού μπορείς να το μετρήσεις πάνω από δέκα φορές, ενώ στα γραπτά του Μίμη Ανδρουλάκη είναι το απαραίτητο συνοδευτικό του «πατριωτισμού». Ακόμη και στα μεσημεριανά των καναλιών, το «μαζί» εχει γίνει σαν τη σιλικόνη, κρέμεται από τα χείλια των παρουσιαστριών.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ιστορική απάτη από το «όλοι μαζί». Η ιστορία ποτέ δεν κινήθηκε με ατμομηχανή τους πάντες. Ναι, οι μάζες και το «μαζί» αποτέλεσαν την ιστορική οντότητα, το τρένο, αλλά ποτέ δεν κίνησαν την ιστορία, όπως μας αρέσει να πιστεύουμε. Αντιθέτως, η ιστορία κινήθηκε πάντα από τις αντιθέσεις και τις ανάγκες της. Όπως ακριβώς οι άνθρωποι.
Στην ιστορία του ελληνικού κράτους αυτό είναι ευδιάκριτο. Το 1821 δεν το έκαναν όλοι μαζί. Εκκλησία και κοτζαμπάσηδες ήταν απ’ έξω. Από το 1821 έως το 1824, στην Ελλάδα έγινε ένας αιματηρός εμφύλιος, τον οποίο κρύβουν τα σχολικά εγχειρίδια. Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί, μάλιστα, αυτός ο εμφύλιος, πήραμε το πρώτο δάνειο ως ελληνικό κράτος, του οποίου τα αποτελέσματα βλέπουμε και σήμερα. Το 1940 την εποποιία του «έθνους» δεν την έγραψαν «όλοι». Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα, πάλι δεν ήταν όλοι μαζί. Οι συνεργάτες των Γερμανών έγιναν επίσημες κυβερνήσεις και πολλοί απ’ αυτούς που τους πολέμησαν «ανθέλληνες». Τη χούντα, πάλι, δεν την πολέμησαν όλοι μαζί. Αν στην Ελλάδα υπήρχαν τόσοι αντιστασιακοί όσα τα μετάλλια που μοιράστηκαν, τότε θα ήμασταν σήμερα μια αξιοπρεπής χώρα. Και αν όλοι μαζί νοιαζόμασταν για το μέλλον μας, σήμερα θα είχαμε πραγματικά μέλλον. Άρα, μαζί δεν ήμασταν ποτέ.
Η απαίτηση για μια συσπείρωση που θα έχει όλα τα στοιχεία μιας συναισθηματικής ομογενοποίησης των πάντων, ενός πολιτικού αυγοτάραχου, που θα έλεγε και η Μαρίκα Μητσοτάκη, είναι μια οφθαλμαπάτη που θέλει να βλέπει για νερό την έρημο των ιδεών και των οραμάτων. Το «όλοι μαζί» έχει ειλικρίνεια κι ενιαίο σκοπό ίσως μόνο στα όργια. Στην κοινωνία και την πολιτική είναι γεμάτο σκοπιμότητες.
Όλοι μαζί για μια κυβέρνηση που θα κάνει ό,τι δεν έκανε ο καθένας χώρια; Όλοι μαζί, δηλαδή οι τραπεζίτες με τα θύματά τους; Αυτός που θέλει ν’ αλλάξει τα πάντα με αυτόν που δεν θέλει ν’ αλλάξει τίποτα; Τι είναι αυτό στο οποίο θα συμφωνήσουμε;
Πάρτε, για παράδειγμα, τον πατριωτισμό. Όλοι θεωρούν τον εαυτό τους αξιωματικά πατριώτη. Πόσο πατριώτης είναι αυτός που σηκώνει τη σημαία, αλλά δεν πληρώνει τον φόρο του, με το επιχείρημα έστω πως δεν πληρώνουν οι «μεγάλοι»; Πόσο πατριώτης είναι αυτός που διαμαρτύρεται πως ξεπουλιέται η ελληνική επικράτεια, όταν ο ίδιος έχει εγκαταλείψει την επικράτεια που του ανήκει: το χωράφι του;
Δεν μπορούμε να πάμε «όλοι μαζί». Μπορούμε και πρέπει ν’ ανακαλύψουμε ξανά τις συλλογικότητες. Να περάσουμε από τον ευδαιμονικό εγωκεντρισμό στην κοινωνική ευθύνη. Αλλά το ζητούμενο δεν είναι να πάμε όλοι μαζί. Ίσως είναι καιρός να πορευτούμε όλοι μόνοι μας και μέσα μας, ώσπου ν’ ανακαλύψουμε με ποιους πρέπει να πάμε. Και σίγουρα ποιους θ’ αφήσουμε.
Το «όλοι μαζί» είναι ένα συνθηματικό μόρφωμα που προσθέτει αυταπάτες, αφαιρεί ευθύνες, πολλαπλασιάζει τους κινδύνους και στο τέλος διαιρεί το πραγματικά «μαζί». Για να είμαστε μαζί πρέπει ο καθένας να είναι απέναντι στον εαυτό του και τις ευθύνες του. Να ξεκαθαρίσει τι είναι αυτό που θέλει και τι έχει πραγματικά αξία. Διαφορετικά, θα δημιουργήσει μια υποκριτική ομοψυχία παρελάσεων. Όπου όλοι θα είναι εθνικά υπερήφανοι με μία έννοια τσαρουχιού, οι παρελαύνουσες θα φοράνε μίνι και γόβες και τη σημαία, τελικώς, θα την κρατάει κάποιος Αλβανός που διαπρέπει.

Η εκπομπή του Κώστα Βαξεβάνη «Το κουτί της Πανδώρας» προβάλλεται από τη ΝΕΤ.

Πηγή: περιοδικό “Lifo”, τ. 266, 12 Οκτωβρίου 2011
http://www.lifo.gr/mag/columns/4290


6.10.11

Ω γενιά των απόλυτα ικανοποιημένων…



Χαιρετισμός

Έζρα Πάουντ

Ω γενιά των απόλυτα ικανοποιημένων απ΄τον εαυτό σας
και των απόλυτα αναστατωμένων
είδα ψαράδες να τρώνε στην εξοχή μες στη λιακάδα,
τους είδα μ΄ ανοικοκύρευτες οικογένειες,
είδα τα χαμόγελά τους γεμάτα δόντια
κι άκουσα το αυθόρμητο γέλιο τους.
Κι εγώ είμαι πιο ευτυχισμένος από εσάς,
κι αυτοί ήσαν πιο ευτυχισμένοι από μένα˙
και τα ψάρια κολυμπάνε στη λίμνη
και δεν έχουν ούτε ρούχο δικό τους.

Μετάφραση Ηλία Κυζηράκου
Εκδόσεις Δωδώνη

Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου, Μουσείο Μπενάκη

Ο Νεοέλλην ξεσπαθώνει



ALL WRITE
Ο Νεοέλλην ξεσπαθώνει.

Σαν τα κακομαθημένα παιδιά κουβαλήσαμε ως σήμερα το καταστροφικό πείσμα και την άρνηση
Κώστας Βαξεβάνης

«Η μοναδική σημαντική Ελλάδα είναι αυτή που βρίσκεις στα μουσεία», λέει ένας φίλος. Στιβαρή, καλαίσθητη, νικήτρια απέναντι στον χρόνο, όμορφα νικημένη απ’ τις ανθρώπινες αδυναμίες που έφτασε να θεοποιήσει. Μερικές φορές σκέφτομαι πως το βάρος αυτής της κληρονομιάς ήταν πολύ δύσκολο να το σηκώσουμε. Πού να σηκώσεις όλο αυτό το πνεύμα που βάραινε όσο οι Κούροι; Πού ν’ αντέξεις όλη αυτή την αρχαία οξείδωση να σε λερώνει με την ευθύνη;
Το βάρος αυτής της Ελλάδας αντικατέστησε ο όγκος του εθνικού μύθου. Πολλοί βεβαίωναν πως η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ. Πως μπορεί ν’ αναγεννιέται από τις στάχτες της. Πως είναι η αγαπημένη του ενός και μοναδικού Θεού, το επίκεντρο της ιστορίας και, κατά προέκταση, του σύμπαντος. Όλα αυτά την ώρα που οι πάντες, για λόγους ανεξήγητους, αλλά σίγουρα υπαρκτούς, επιβουλεύονται αυτό το μοναδικό μυγόχεσμα στον χάρτη που λέγεται Ελλάδα. Αυτοί οι εθνικοί μύθοι δεν ήταν απλώς η συνήθης προσπάθεια όλων των λαών -κυρίως των Βαλκανίων- να τοποθετούν τον εαυτό τους ακριβώς στον ομφαλό της παγκόσμιας αναγκαιότητας αλλά κι ένα άλλοθι. Πίσω από την αναγεννημένη Ελλάδα των δικέφαλων αετών και των πολεμικών ιαχών, κρύφτηκαν οι Έλληνες των πραξικοπημάτων, του δωσιλογισμού και της προδοσίας. Οι συνεργάτες των Γερμανών έγιναν επίσημες κυβερνήσεις και μπόρεσαν με άνεση ν’ αναδιαμορφώσουν την εικόνα τους. Εθνικοφρονηματική, πατριωτική, υπερήφανη κι ετοιμοπόλεμη. Αδύναμη, όμως, πάντα απέναντι στην ιστορική έρευνα.
Ανάμεσα στην καταγωγή και τον εθνικό μύθο σφυρηλατήθηκε η «εθνική» συνείδηση. Αυτή η συνείδηση έγινε το υποκατάστατο της κοινωνικής συνείδησης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, όταν ο Γιέχαρτ, ένας Γερμανός φίλος που μ’ επισκέφθηκε στην Αθήνα, με ρώτησε γιατί οι Έλληνες περνάνε με κόκκινο και οδηγούν μεθυσμένοι, πώς του απάντησα, με την επιπολαιότητα της νεότητας και τη σιγουριά της καταγωγής: «Άσε, ρε φίλε, τι να μας πείτε κι εσείς, που όταν κατεβήκατε από τα δέντρα εμείς πάσχαμε ήδη από χοληστερίνη».
Σαν τα κακομαθημένα παιδιά των παλιών καλών οικογενειών, με καταγωγή αλλά και ξεπεσμό, κουβαλήσαμε ως σήμερα το καταστροφικό πείσμα και την άρνηση. Ξανανακαλύπτουμε έναν εθνικό μύθο, αλλά με το κεφάλι προς τα κάτω. Μπορεί να μη διαπρέψουμε νομοτελειακά, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι οι άλλοι μας επιβουλεύονται. Έχουν φτιάξει με τα χειρότερα υλικά το μέλλον μας. Δεν μας αφήνουν να προκόψουμε.
Έχουμε φτιάξει έναν Νεοέλληνα που θέλει να φταίνε οι άλλοι. Που αντιμετωπίζει την κριτική ως επίθεση και τον προβληματισμό ως απειλή της ίδιας της ταυτότητάς του. Έχουμε φτιάξει έναν Νεοέλληνα που ζει την πιο αντιδιαλεκτική αντίφαση: από τη μια θεωρεί τον εαυτό του σημαντικό υποκείμενο της ιστορίας (αφού όλοι τον επιβουλεύονται και όλοι τον χτυπάνε), αλλά, από την άλλη, θεωρεί πως ο ίδιος, ως τέτοιο σημαντικό υποκείμενο, δεν έχει καμιά ευθύνη για την Ιστορία που γράφει. Ένας ξένος παρατηρητής θα μπορούσε πολύ πρόχειρα να του καταδείξει την ευθύνη για την ανάδειξη τριών οικογενειών που αποτελούν τους στυλοβάτες της ελληνικής σύγχρονης ολιγαρχίας. Όχι μόνο κυβερνούν, αλλά διαθέτουν και το ίδιο πολιτικό μοτίβο που αποδίδει ευθύνη στον προηγούμενο που κυβέρνησε για το χάλι της χώρας.
Η δημιουργία του Νεοέλληνα -γι’ αυτούς που θα βιαστούν να πουν πως το θέμα δεν είναι αυτό, αλλά οι πολιτικές- είναι ακριβώς ένα στοιχείο πολιτικής. Ξεκίνησε ως παράγωγο των πολιτικών που εφαρμόστηκαν και σήμερα είναι ο πυρήνας τους. Η πελατειακή πολιτική και το ρουσφέτι δεν θα υπήρχαν, αν δεν υπήρχαν σταθεροί πελάτες, αλλά σκεπτόμενοι πολίτες. Ο φαύλος κι ανέντιμος κύκλος του δικομματισμού δεν είναι ένα μπλεγμένο κουβάρι, αλλά μια απλή κλωστή, που στη μια άκρη υπάρχει ο βουλευτής και στην άλλη ο βολευόμενος.
Ο Νεοέλληνας, βέβαια, δεν φταίει σε τίποτα. Έχει τη μαχητικότητα να κάψει ένα πανεπιστήμιο επειδή δεν είναι καλό πανεπιστήμιο, αλλά όχι ν’ αρνηθεί την αδικία που βγάζει κακούς καθηγητές, υπουργούς και φοιτητές. Ο Νεοέλληνας βλέπει πάντα το τυρί που υπάρχει προκλητικό, αλλά ποτέ τη φάκα.
Κι έχει πρόχειρη τη σημαία που θα σηκώσει μπροστά στις μεγάλες εθνικές απειλές, δηλαδή τον υποβιβασμό της ομάδας, την αδικία στη Γιουροβίζιον ή την ώρα που δέρνει αυτόν με τον οποίο διαφωνεί. Ο Νεοέλληνας είναι το μεδούλι στη ραχοκοκαλιά του σύγχρονου κράτους που δηλώνει πως απεχθάνεται. Αν σπάσει αυτή η ραχοκοκαλιά, φοβάται πως θα τελειώσει και ο ίδιος.
Έχουμε φτιάξει έναν Νεοέλληνα και τον φυλάμε ως κόρη οφθαλμού γιατί είμαστε εμείς. Και κάπου κάπου ξεσπαθώνουμε, γιατί αυτό ακριβώς είναι ο Νεοέλληνας.
Πριν από μερικά χρόνια γνώρισα τον γνωστό ψυχίατρο, καθηγητή του Χάρβαρντ, Πέτρο Σιφναίο. Του είχα ζητήσει να μου κάνει το πορτρέτο του Νεοέλληνα. Ήταν τη χρονιά που είχε συλληφθει ο Οτσαλάν κι ήταν σ’ εξέλιξη ο πόλεμος στο Κόσοβο. Με κοίταξε με πραγματική απορία και μου είπε: «Τι να σου πω, παιδί μου. Όταν είχα έρθει τον Νοέμβριο στην Ελλάδα, συνέλαβαν τον Οτσαλάν, και όλοι φώναζαν “Οτσαλάν, Οτσαλάν”. Τον Μάιο όλοι φώναζαν “Μιλόσεβιτς, Μιλόσεβιτς”. Τώρα που είναι Ιούλιος όλοι φωνάζουν “διακοπές, διακοπές”». Κανένας σήμερα δεν αναρωτιέται τι έγινε ο Οτσαλάν. Κανένας δεν μιλάει πια για τον Μιλόσεβιτς.
Όταν τον Ιούλιο με ρώτησαν από ένα ραδιόφωνο τι θα γίνει με το κίνημα των «Αγανακτισμένων», τους είπα για την απάντηση του Σιφναίου. Προχθές, βρήκα έναν φίλο ο οποίος είναι αγανακτισμένος, όπως όλοι, με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια που κάνουμε παρέα ψηφίζει σταθερά τον δικομματισμό. Τώρα τον βρίζει, όπως και την τρόικα. Είναι της άποψης πως πρέπει να τους διώξουμε όλους. Αφού μου εξέφρασε την αγανάκτησή του, με ρώτησε με αγωνία αν θα πάρουμε την 6η δόση. Της τρόικας. Σκοτωθήκαμε τα επόμενα λεπτά. Τόλμησα και τον είπα Νεοέλληνα...

Πηγή: περιοδικό “Lifo”, τ. 265, 6 Οκτωβρίου 2011
http://www.lifo.gr/mag/columns/4267