28.2.12

Σελέμπριτις και Λαϊφστάιλ



Το λαϊφστάιλ θρηνεί στο Μεταγωγών
Νίκος Γ. Ξυδάκης


Aλλος με χειροπέδες προφυλακισμένος για χρέη προς το Δημόσιο, άλλος πουλάει το σπίτι του για να μην πάει φυλακή, άλλος λουφάζει και περιμένει τη σειρά του. Το λαϊφστάιλ πέθανε, λένε. Δεν πέθανε τώρα, διορθώνω. Εχει πεθάνει από καιρό, τώρα εξαπολύθηκε η δυσωδία των πτωμάτων του.
Η εγχώρια βιοτεχνία του λαϊφστάιλ -εκδότες, μοντελίστ, δημοσιογράφοι, μοντέλες, γλάστρες, τηλεπερσόνες, πάρτι άνιμαλ, ντίλερ, κωθώνια, θύματα- γεννήθηκε στη δεκαετία του ’80 και άνθησε όσο κυκλοφορούσε ορμητική η δίψα της ανόδου, ο θαυμασμός για την αρπαχτή και άφθονο μαύρο χρήμα. Εξέπνευσε όταν μαράθηκαν όλα αυτά. Παρήγαγε αέρα. Ηταν μια φούσκα, Η φούσκα, που μέσα της όμως περιείχε τον τοξικό αέρα του θράσους, του κυνισμού, την υπόσχεση της επιτυχίας, κι εντέλει τον αέρα της ματαίωσης και της διάψευσης.
Εξέφρασε το ήθος του μαύρου χρήματος, του χρήματος της αρπαχτής και του Χρηματιστηρίου, δηλαδή τα χρυσά χρόνια του πρώτου ΠΑΣΟΚ, αλλά και τα χρόνια του εκσυγχρονισμού και της ολυμπιακής ευφορίας. Εντούτοις η αναμφίλεκτη επιρροή του εφαρμοζόταν ενδοφλέβια στα λαϊκά πλήθη, στους πελάτες: σε αυτά το Κλικ και οι επίγονοι έκαναν ενέσεις μαγκιάς και σεξισμού. Τα λαϊκά παιδιά από τις δυτικές συνοικίες και τη διψαλέα επαρχία ρουφούσαν συνταγές ανόδου διατυπωμένες σε καλιαρντο-ποπ, τα λαϊκά παιδιά κατανάλωναν τα εγχειρίδια της καλής κατανάλωσης και πείθονταν ότι δεν ζούσαν στο Μπουρνάζι αλλά στη Σάντα Μόνικα ή στο Μανχάταν. Κι αυτά τα διαβουκολευμένα πλήθη προσγειώνονταν άτσαλα από τον κόσμο του Κλικ στον κόσμο του σκληρού μεροκάματου, κι από κει στον κόσμο της πικρής χρεοκοπίας.
Τώρα όλοι μυρίζουν τη δυσωδία των πτωμάτων. Στην 25ετία της τροχιάς τους όμως, πολύ λίγοι διείδαν τη σχέση αυτού του αισθητικού και πνευματικού σκουπιδιού με τη σαθρή κοινωνία που εξέφραζε. Οι εκδότες και σκουπιδογεννήτριες εκαλούντο στα τηλεπάνελ να σχολιάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και την πολιτική σκηνή, εκαλούντο ως τιμητές της ελληνικής κοινωνίας, είχαν και έχουν στενές σχέσεις με κορυφαίους πολιτικούς, νυν και πρώην υπουργούς, έπαιρναν υπερδάνεια από τις «κουτές» τράπεζες, άντλησαν δισεκατομμύρια δρχ. από το Χρηματιστήριο, μπαινόβγαιναν στις επαύλεις του μεγάλου χρήματος, έκαναν μπίζνες και κολεγιές. Οι ισχυροί τούς χρησιμοποιούσαν, σαν διασκεδαστές, σαν πλυντήρια, σαν βαποράκια, σαν παπαγάλους. Αλλά και συναγελάζονταν, έπιναν και γελούσαν μαζί· διότι είχαν κοινό το έθος και την κουλτούρα. Μεγαλοπαράγοντες και φτωχοδιάβολοι μοιράζονταν τον ίδιο πολιτιστικό ορίζοντα, είχαν ίδιες αισθητικές αναζητήσεις, ίδιες πνευματικές ανησυχίες. Αργά τη νύχτα, μετά το Μέγαρο των χορηγιών, μετά τα ακριβά ρεστοράν, όλοι κατέληγαν στον Μαζωνάκη και την Πέγκυ Ζήνα. Όλοι.
Ολοι, οι ίδιοι, συνωστίζονταν στα αριθμημένα και στα VIP των γηπέδων, γαύροι και βάζελοι, χειροκροτητές προέδρων και συνδαιτυμόνες λαμογιών, περιστοιχισμένοι από μπράβους και νονούς. Ολοι, οι ίδιοι, έκαναν ρεζερβέ στα στέκια της Μυκόνου, κι αργότερα έχτιζαν φαραωνικές επαύλεις αυθαίρετες στις αλωθείσες Κυκλάδες. Οι ίδιοι που πηδούσαν από κότερο σε κότερο.
Την είχε καταλάβει ο Τσουκάτος τούτη τη γενετική σχέση, είχε δει ότι κι ο Γιώργος Παπανδρέου προτιμούσε το Κλικ για συνεντεύξεις περί αειφορίας και free μαριχουάνας, εξ ου και συμβούλευσε τον εκσυγχρονιστή Σημίτη να συνάξει το ΠΑΣΟΚ στο μοδάτο «Βαρελάδικο» — όπερ και έπραξε ο καλβινιστής πρωθυπουργός. Ας είναι.
Ας ξύσουμε τη φτενή χρυσομπογιά, που γράφει κλικ, μαξ, φλας, νίτρο, φρι πρες, σταρ, δεν ξέρω γω τι. Ο τσίγκος, από κάτω, είναι χτυπημένος με τατουάζ «ΠΑΣΟΚ for ever», «χρήμα ­ber alles», «σκυλοπόπ», «κλεπτοκρατία». H βιοτεχνία μεταποιούσε φτηνά υλικά και τα πουλούσε σαν Greek Dream. Η κλεπτοκρατία χρειαζόταν όργανα ιδεολογικής κυριαρχίας πολυδύναμα, πέρα από την επίσημη προπαγάνδα. Το λαϊφστάιλ ήταν αυτό ακριβώς το όργανο υπόγειας, αθέατης, διαβρωτικής προπαγάνδας, όργανο εκμαυλισμού και κυριαρχίας: πλάσαρε την παράγκα για παλατάκι, κι ο φτωχοδιάβολος μες στην παράγκα χόρταινε την απληστία του με ηδονοβλεψία και ψευδαίσθηση: μπορούσε να ξοδέψει τρία μηνιάτικα ή ένα διακοποδάνειο για μία βδομάδα στη Μύκονο, να κολυμπήσει πλάι στα σελέμπριτι και να ψωνίσει Gavalas.
Πολλοί βιοτέχνες του λαϊφστάιλ κυκλοφορούν ακόμη στα μίντια, ξεπουπουλιασμένοι, κυνηγώντας το μεροκάματο του κλόουν με το πλατινένιο ρινοδιάφραγμα, άλλοι ξεπλένονται ως δημοσιογράφοι αφού ξέπλυναν χρήμα, άλλοι υποδύονται τους ξινούς τιμητές και τις Αντουανέτες. Οι περισσότεροι ξέπεσαν. Η παράγκα κατέρρευσε, τα σελέμπριτι θρηνούν στο Μεταγωγών και στα Πρωτοδικεία, ξεπουλάνε Ντόλτσε ε Γκαμπάνα, Καγιέν, Λέξους και σπιταρώνες. Οι μαικήνες τους κάνουν ότι δεν τους ξέρουν, δεν σηκώνουν τα τηλέφωνα. Μαζί με την παράγκα όμως καταρρέει και η χώρα που τους ανέχθηκε, τους έθρεψε, τους μιμήθηκε και τους θαύμασε.

Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή», 5 Φεβρουαρίου 2012
http://www.kathimerini.gr/4Dcgi/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_05/02/2012_426120
 


ALL WRITE
Κώστας Βαξεβάνης
Από το 69 στο 99.
Οι λύκοι της πραγματικότητας και το τέλος του lifestyle


Η ανόητη κότα της ματαιοδοξίας γέννησε τα πολύχρωμα αυγά του lifestyle ή αυτά έκαναν τις κότες που νόμιζαν ότι φτερούγιζαν σε μια Ελλάδα με Λουί Βιτόν και κομμωτήρια;
Ο Λάκης Γαβαλάς σίγουρα θα έχει αρκετό χρόνο για να σκεφτεί το ερώτημα στην ησυχία του κελιού του. «Η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή», διαφήμιζε τη δεκαετία του ‘90 το ΚΛΙΚ. Το δημιούργημα του Πέτρου Κωστόπουλου μόλις είχε αρχίσει να την κάνει ενδιαφέρουσα με εξώφυλλα του κώλου. Η χώρα μόλις μάθαινε το ιλουστρασιόν, το μαύρο Johnnie και το πούρο. Το ΠΑΣΟΚ τότε ήταν ακόμη εδώ, μοίραζε επιδοτήσεις, δημιουργούσε τους πολιτικά νεόπλουτους κι έκοβε δειλά δειλά το μουστάκι για να εναρμονιστεί με τα τηλεοπτικά πρότυπα της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Το lifestyle έραβε τα νέα κοστούμια της πολιτικής. Άνετα, μαρκάτα και κυρίως χωρίς πολλά ενοχικά σύνδρομα. Τα τυπογραφεία των περιοδικών τύπωναν τα μάνιουαλ της ζωής. Πώς έπρεπε να είναι. Απροβλημάτιστη, με την αυθαιρεσία του προσωπικού «θέλω», με την ελαφρότητα της «μη ευθύνης».
Το ξεχειλωμένο όραμα της Μεταπολίτευσης μετασχηματιζόταν επιτυχώς σε ονείρωξη του πνευματικού αυνάνα.
Κανένας δεν είχε ευθύνη για τίποτα. Μόνο για να περνάει καλά. Ένα τσούρμο καλοπερασάκηδες, αυτάρεσκοι και υπερφίαλοι, ανακηρύχτηκαν σούφι του προσκυνηματικού ωχαδερφισμού. Δεν ήταν ούτε με την εξουσία, ούτε ενάντιά της. Ήταν το νέο σύστημα. Ευχάριστα απολίτικο, προκλητικά απροβλημάτιστο κι επιτακτικό. Η ζωή έπρεπε απλώς ν’ αποφασίσει ανάμεσα στις συνταγές για τον κλειτοριδικό ή τον κολπικό οργασμό, ανάμεσα στα in μανικετόκουμπα ή το μέγεθος της προσθετικής.
Έστησε πασαρέλες παντού, άνοιξε σαμπάνιες και στο τέλος ανακύκλωσε τα μπουκάλια, φτιάχνοντας σενάριο ταινίας για Τζούλιες. Το lifestyle υπέγραφε επιταγές, συμβόλαια, πιστοποιητικά αξίας και τελικώς το μέλλον. Είκοσι χρόνια, όμως, μετά την εποχή ΚΛΙΚ, η ζωή κάνει τα δικά της κλικ. Το «τίποτα» που έγινε νούμερα βρέθηκε αντιμέτωπο με τα νούμερα των ανοιχτών λογαριασμών. Η κρίση, οι εταιρείες που δεν άντεξαν να πληρώνουν τα κότερα και τις βίλες, ο σοκαρισμένος κόσμος που δεν μπορούσε πια να καταναλώνει τον κομπασμό ως σοφία.
Στις σελίδες των συνταγών ζωής του lifestyle οι μέντορές του δεν κατάφεραν να βρουν καμιά για να τους σώσει.
Ο Πέτρος βρέθηκε απέναντι στους λύκους της σκληρής πραγματικότητας. Και το 69 των γυαλιστερών περιοδικών αντικαταστάθηκε από το 99 του μουντού πτωχευτικού κώδικα. Φτωχοί οι ήρωες των εφηβικών χρόνων; Όχι ακριβώς.
Στην Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες φτωχές εταιρείες με πλούσιους ιδιοκτήτες. Θα επιβιώσουν. Αλλά ίσως είναι καταδικασμένοι τα επόμενα χρόνια ν’ ανακαλύπτουν συνεχώς πως δεν ήταν τόσο σπουδαίοι όσο πίστευαν. Ξεφυλλίζοντας παλιά, ηλεκτρονικά μάλλον, άλμπουμ φωτογραφιών. Σε αυτό θα διαφέρουν τουλάχιστον από τον Ζάχο Χατζηφωτίου. Το lifestyle στην Ελλάδα μπορεί να κινήθηκε με όχημα την ανοησία, αλλά δεν υπηρετήθηκε από ανόητους. Αυτό που θέλουν να πιστεύουν οι πρωταγωνιστές του είναι πως ατύχησαν, γιατί η Ελλάδα δεν είχε Χόλιγουντ αλλά το Βλαχόλιγουντ που οι ίδιοι δημιούργησαν και υπερεκτίμησαν.
Δεν θα παραδεχτούν ποτέ πως υπηρέτησαν το σύστημα που τους χρησιμοποίησε ως πολιορκητικό κριό. Το σύστημα που παρουσίασε τον καταναλωτισμό ως ευτυχία και τη ζωή ως ένα πεδίο όπου η αγορά είναι το παν. Σε αυτή την αγορά, εκτός από τη φιλοδοξία τους, διέθεσαν και ανθρώπους τους οποίους κατάφεραν να πείσουν.
Όχι, ούτε η ζωή, ούτε η πορεία τους έχει την απολιτίκ ερμηνεία που εμφάνιζαν ως συνταγή. Έκαναν πολιτική.
Εφαρμόζοντας το photoshop των εξωφύλλων τους στην εικόνα της πραγματικότητας.
Το χειρότερο είναι πως αυτή τους η θεώρηση, η πίστη, τους κρατά τραγικά εκτός πραγματικότητας. Επιστρατεύουν την εικονικότητα απέναντι σε αυτό που βαφτίζουν κακό όνειρο.
Σε ένα από τα τελευταία του άρθρα ο Πέτρος Κωστόπουλος γράφει: «Λίγη αισιοδοξία, λίγο όνειρο και η ομάδα είναι τα καλύτερα αντιβιοτικά στην κρίση». Κοίτα να δεις που οι απλήρωτοι εργαζόμενοι θέλουν και λεφτά για να ζήσουν.

Πηγή: περιοδικό «Lifo», 1 Φεβρουαρίου 2012
http://www.lifo.gr/mag/columns/4575
Φωτό: Σπύρος Στάβερης

26.2.12

«Όταν το Έθνος ευρίσκεται εις κόμματα»…




«Όταν το Έθνος ευρίσκεται εις κόμματα»…
Παντελής Mπουκάλας

Η ιστορία διδάσκει. Ετσι μας έμαθαν απ’ το δημοτικό. Κι έτσι αρχίσαμε κι εμείς από μια στιγμή κι έπειτα να λέμε στους μικρότερους, με τεντωμένο το δάχτυλο της αυθεντίας. Και όντως διδάσκει η ιστορία. Αλλά υπό μία αυστηρή προϋπόθεση: ότι την ξέρουμε ή τέλος πάντων ότι προσπαθούμε να τη μάθουμε, να μάθουμε κάποια από τα αναρίθμητα κεφάλαιά της, όσα κατ’ εξοχήν μάς αφορούν. Και, δεύτερη προϋπόθεση, ότι στην προσπάθειά μας να μάθουμε την ιστορία (μας), αποκλείουμε τίμια και εξαρχής το στρογγύλεμα εκείνο που θα βόλευε τις εθνικές μας φαντασιώσεις· ότι πετάμε τις παρωπίδες, ώστε να μπορέσουμε να δούμε και να αναγνωρίσουμε πράγματα και όχι ινδάλματα, ανθρώπους και όχι ημιθέους.

Και αφού συνηθίζουμε να λέμε, τάχα σολωμιστές φανατικοί, ότι εθνικό είναι το αληθές, δεν θα ’λεγε την αλήθεια κανείς αν ισχυριζόταν (όπως αναρίθμητοι πάντως ισχυρίζονται, επώνυμοι, επίσημοι, αρμόδιοι) ότι την ιστορία μας, την ιστορία της Ελλάδας και των Ελλήνων, τη διδασκόμαστε (και, με τη σειρά μας, τη διδάσκουμε) ακέραιη και όχι νοθευμένη από την ιδεολογική της χρήση και κατάχρηση, όχι προκρούστεια προσαρμοσμένη σε μοντέλα εξιδανικευτικά και αυτοδικαιωτικά. Και φτάνουμε έτσι στο μεσοστράτι της ζωής μας ή και στα γεράματα συνεχίζοντας να υποστηρίζουμε σαν αναμφίλεκτη αλήθεια τους αυτοεγκωμιαστικούς θρύλους και τα ανιστόρητα σχήματα με τα οποία μας εφοδίασε η επίσημη, καθαρισμένη ιστορία, πρώτο μέλημα της οποίας δεν είναι η συλλογική αυτογνωσία, όσο πικρή, αλλά η καλλιέργεια του εθνικού ναρκισσισμού. Και καταντούμε έτσι ευεπίφοροι στην υιοθέτηση οποιουδήποτε νεόκοπου αστικού μύθου υπηρετεί τη βαυκαλιστική εθνική μας φιλαυτία, ακόμα κι αν συγκρούεται κατάφωρα με την απτή πραγματικότητα.

Αν λοιπόν η ιστορία δίδασκε, κι αν τα μαθήματά της γίνονταν οδηγός ατομικού και κοινωνικού βίου, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα αποφασίζαμε ν’ αλλάξουμε στάση σε δυο-τρία ζητήματα κρίσιμα για την πορεία του «εθνικού σκάφους». Να ξαναδούμε λ.χ. αν μας τιμά το ότι επιτρέπουμε να υφίσταται κακοήθη εξαλλαγή η έννοια του πολίτη, ο οποίος υποβιβάζεται σε πελάτη. Σε πελάτη του κράτους, ή μάλλον των κομμάτων εξουσίας με τα οποία ταυτίζεται το κράτος ήδη από τη σύστασή του. Σίγουρα μπορεί κανείς να επικαλεστεί τις πιεστικές ανάγκες που τον υποχρεώνουν να ζει διπλή ζωή, μία στη φαντασία του (όπου υπάρχει ελεύθερος) και μία στην καθημερινότητά του, όπου, για να ξεπεράσει τα βιοτικά προβλήματα ή για να ζήσει παρασιστικά, εις βάρος του συνόλου, καταντάει κόλακας των ισχυρών και εθελόδουλος υπηρέτης τους - ένας πελάτης απολύτως εξαρτημένος, με νόμισμά του την ψήφο του, ατομική ή οικογενειακή. Αλλά ήδη αυτή η εξαλλοίωση του χαρακτήρα της ψήφου, που από εικόνα ελεύθερου φρονήματος μετατρέπεται σε πιστοποιητικό υποταγής στους κομματάρχες, διαβρώνει το ίδιο το πολίτευμα, αφού καθιστά τους πολίτες εκούσιους ή εξαναγκασμένους ομήρους των κομμάτων, τα οποία γεύονται το κράτος σαν λάφυρό τους. Για ποια δημοκρατία μπορούμε να μιλήσουμε έπειτα; Και πόσο σοβαρές μπορούμε να θεωρήσουμε τις τωρινές διαβεβαιώσεις των συγκυβερνώντων κομμάτων ότι έφτασε ο καιρός να καταλυθεί το πελατειακό σύστημα, αυτή η ακένωτη πηγή διαφθοράς και ανομίας;

Σημείωσα λίγο παραπάνω ότι το νεοελληνικό κράτος συγκροτήθηκε ως δέσμιο των κομμάτων, είχε δηλαδή εξαρχής μειωμένη εσωτερική ελευθερία (για την «εξωτερική», ως προς τους συμμάχους, αρκεί να θυμηθούμε πώς βαφτίζονταν τα κόμματα, «γαλλικό», «αγγλικό» ή «ρωσικό»). Αυτή η κατάρα, να είναι το κράτος λεία του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος που πετάει κοψίδια στους δικούς του, δεν έπαψε ποτέ να βαραίνει τον τόπο, καθηλώνοντάς τον στην αδικία, τη διαφθορά, την ανισότητα, την ανελευθερία. Ενα επεισόδιο από τα χρόνια της Επανάστασης, σε μια περίσταση όντως δραματική, θα είχε πολλά να πει αν η ιστορία δίδασκε πράγματι. Χειμώνας του 1826. Βόλια και τρόφιμα σπανίζουν στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι. Συγκροτείται επιτροπή για να μεταβεί στο Ναύπλιο, να ζητήσει βοήθεια. Αλλα «κατά δυστυχίαν», γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Χειμαριώτης αγωνιστής Σπυρομίλιος, «είχε προκηρυχθή να συγκροτηθή Εθνική Συνέλευσις, και εις αυτόν τον καιρόν ενεργούνται όλαι αι σκευωρίαι και αι ραδιουργίαι διά τας εκλογάς των πληρεξουσίων και των κομμάτων· άρα ήτον εις τον μεγαλύτερον βρασμόν αι φατρίαι. Και ημείς, όντες σχεδόν ένα χρόνον εις το Μεσολόγγιον, όπου δεν εσπουδάζαμε άλλο [...] από τον πόλεμον· όπου δεν ωμιλούσαμε δι’ άλλο ειμή διά κανονοστάσια, περιτειχίσματα και τάφρους· όπου δεν ηκούομεν άλλο παρά κρότους κανονίων και τουφεκίων και εκρήξεις βομβών και οβουζοβόλων, ήμεθα ως νήπια εις αυτό το νέον στάδιον». Διότι, συνεχίζει, «ούτε Κωλεττίσται ήμεθα, ούτε Μαυροκορδατίσται, ούτε και καμίας άλλης φατρίας, ειμή Ελληνες πατριώται». Αυτό ήταν το μέγα λάθος τους: Γιατί «όταν το Εθνος ευρίσκεται εις κόμματα, η αδιαφορία δεν προξενεί καλόν, αλλά μάλιστα βλάβην· και ιδού πραγματικώς τι μετά ημέρας εσυνέβη ημών των ιδίων· αφ’ ου επληροφορήθησαν τω όντι ότι δεν εμελετούσαμε να ενισχύσωμεν κανέν κόμμα, αδιαφόρεσαν όλα τα κόμματα απ’ ημάς, και εν ω τους ωμιλούσαμε διά το Μεσολόγγιον, όλοι έλεγον το “ναι, έχετε δίκαιον”, αλλά δεν εσύμπραττον υπέρ αυτού με ζήλον· εν ω αν είχομεν εγκολπωθή εν κόμμα, με τον ψήφον του Μεσολογγίου ενισχύετο, και επομένως αυτό το κόμμα ήθελε ήτο ο προστάτης του Μεσολογγίου».

Κι ενώ το Μεσολόγγι το έζωνε ο θάνατος, στο Ναύπλιο οι κομματάνθρωποι συνέχισαν να «αισχροκερδίζουν» εις βάρος του και να σπαταλούν το Δάνειο με την Αγγλία. Για να κατανοήσει έτσι ο Σπυρομίλιος ό,τι έχουν καταλάβει γενιές και γενιές: πόσο ψέμα υπάρχει κάτω από την πατριδοκάπηλη ρητορική: «Τότε εκαταλάβαμε ότι δεν είχομεν όλοι τον αυτόν σκοπόν, την σωτηρίαν της Πατρίδος δηλαδή, ότι δεν εθωρούσαμε όλοι τα πράγματα με το αυτόν όμμα· ούτως αρχίσαμε ν’ απελπιζώμεθα διά το Μεσολόγγιον [...]· ελυπούμεθα λοιπόν διότι έλειπεν το καθαρόν πνεύμα του πατριωτισμού». Τίποτα παλιό. Και τίποτα καινούργιο.

Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή», 26 Φεβρουαρίου 2012
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_26/02/2012_429892
Σκίτσο: από τη στήλη «Εκκωφαντική Ησυχία» του περιοδικού Εξώστης (τ. 912, 19/1/12 Θεσσαλονίκη), σε σκέψεις και σχέδια του Μάριου Ερμητικού Σπύρογλου

16.2.12

Πέντε Χρόνων!




ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΑ
Πέντε Χρόνων!
Νίκος Δήμου

- Μπροστά μου περπατούσε μία μητέρα με το παιδάκι της.
- Το κρατούσε από το χέρι κι εκείνο κελάηδαγε συνεχώς. Η μία ερώτηση πάνω στην άλλη - κι όταν δεν απαντούσε η μάνα, απαντούσε μόνο του, επαναλαμβάνοντας την ερώτηση χωρίς ερωτηματικό.
- Θα ήταν πέντε ή έξι χρόνων, αγοράκι. Ζωηρό και ζωντανό όσο τίποτα. Με έκανε να νιώθω παλαιολιθικός.
- Και ξαφνικά, όπως περπατούσα πίσω τους, ένιωσα μία νοσταλγία δυνατή σαν σφάχτη. Ήθελα να πάω πίσω, ήθελα να γυρίσω στα πέντε χρόνια μου, να φοβάμαι το σχολείο που ερχόταν και να χαίρομαι τα δώρα του Άι-Βασίλη. Να διαβάζω συλλαβιστά τα πρώτα μου βιβλία κι οι ζωγραφιές τους να τυπώνονται στον νου μου έτσι που να τις αναπαράγω, ολοζώντανες εβδομήντα χρόνια μετά.
- Πέντε χρόνων! Το δύο χιλιάδες πενήντα θα είναι ένας ώριμος άνδρας. Και με τις προόδους της ιατρικής, μπορεί να ζήσει και στον 22ο αιώνα!
- Αλλά δεν πάω τόσο μακριά. Να, το δύο χιλιάδες είκοσι σκέπτομαι, που θα έχουμε (λένε) καβατζάρει το χρέος και θα το έχουμε φέρει στο ύψος του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος.
- Θα υπάρχω εγώ το δύο χιλιάδες είκοσι; Και θα είμαι σε θέση να διαπιστώσω αν πραγματικά τιθασεύτηκε το χρέος; (Κάπου διάβασα πως βρήκαν φάρμακο για το αλτσχάιμερ.)
- Τόσο έντονη νοσταλγία για την παιδική ηλικία δεν είχα νιώσει ποτέ. Να χώνομαι στο κρεβάτι της μάνας μου, να σκαλίζω τα συρτάρια της, να πειραματίζομαι με τα μπουκαλάκια και τις πουντριέρες. Θυμάμαι ακόμα τη βαριά μυρωδιά από το άρωμα που έχυσα στο χέρι μου. «Chypre» έγραφε το μπουκάλι. Και η πούδρα είχε ένα παλιάτσο και έγραφε Tokalon. Πού να ξέρω τότε πως ήταν ελληνικές λέξεις;
- Να είσαι πέντε χρόνων, να έχεις μπροστά σου μια ζωή και να μην το ξέρεις. Η ματιά σου να φτάνει ως το αύριο – το μεθαύριο σου είναι αδύνατο να το φανταστείς. Ο κόσμος σου είναι τα παιχνίδια σου, η παρέα με τα συνομήλικα παιδάκια και τα καρτούν στην τηλεόραση.
- Προχωρούσε η κυρία, κελαηδούσε ο μικρός και ξαφνικά φρενάρισε σε μία βιτρίνα. Κοσμηματοπωλείο, και είχε μπροστά-μπροστά κάτι μεγάλα πολύχρωμα πλαστικά ρολόγια.
- «Θα μου πάρεις;», ρώτησε το αγοράκι.
- «Δεν είναι ακόμα ώρα για ρολόγια», είπε η μητέρα. Και σκέφτηκα: έχεις καιρό για τον χρόνο. Εμείς δεν έχουμε…


Πηγή: περιοδιικό “Lifo” 15 Φεβρουαρίου 2012
http://www.lifo.gr/mag/columns/4610
Εικόνα: Thinkstock
http://www.oprah.com/relationships/When-Strangers-Upset-You-How-to-Deal-with-Other-Parents

12.2.12

Κυριακή του Ασώτου


Κυριακή του Ασώτου

Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του «Άσωτη» πλευρά.
Κάθε σπίτι έχει το δικό του «Άσωτο Υιό».
Κάθε κοινωνία έχει το δικό της «Άσωτο Υιό».
Κάθε χώρα έχει το δικό της «Άσωτο Υιό».
Κάθε κόσμος έχει, τελικά, το δικό του «Άσωτο Υιό».

Κυριακή του Ασώτου σήμερα.
Χρόνια Πολλά!

Υ.Γ.
Το μεγάλο πρόβλημ, βέβαια, εστιάζεται στον αδελφό. Εκείνον που βρισκόταν πάντα δίπλα στον πατέρα του…



Ζωγραφική: Φώτης Κόντογλου