25.11.12

Φίλοι της Αριστεράς, μην κατεβάζετε τον σκούφο πάνω στα μάτια!



Στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» δημοσιεύτηκε πρόσφατα (Σάββατο 20-10-2012, σ. 22) μία παρέμβαση του Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Δρ. Θεολογίας, εκπαιδευτικού και αρχισυντάκτη τού περιοδικού “Σύναξη” την οποία και αναδημοσιεύουμε. Νομίζουμε ότι αξίζει να προσεχτούν όχι μόνο οι επισημάνσεις του για τις οικονομιστικές λογικές που ελλοχεύουν στους κόλπους της Αριστεράς αλλά και τα όσα γράφει για το χρέος της διοικούσας Εκκλησίας: αυτή η τελευταία «οφείλει να σταματήσει να συντηρεί θρησκευτικότητες βάναυσα αντίθετες προς το ευαγγέλιο».

Φίλοι της Αριστεράς, μην κατεβάζετε τον σκούφο πάνω στα μάτια!
Θανάσης Παπαθανασίου

Κύριε Παπαθανασίου, σε πρόσφατο κείμενό σας* σημειώνατε ότι τα συμφέροντα του άγριου καπιταλισμού και η αστοργία για την έννοια του δημόσιου χώρου άφησαν το μεταναστευτικό ζήτημα να βαλτώσει. Στο ίδιο κείμενο “εγκαλούσατε” την Αριστερά λέγοντας οτι με τη στάση της επι του θέματος, άφησε την πολύτιμη συνηγορία της υπέρ της ανθρωπιάς να ακούγεται αφερέγγυα, διευκολύνοντας έτσι, την δημοφιλία του μισαλλόδοξου λόγου. Θα ήθελα να αναπτύξετε αυτή σας την άποψη.
 
Βασικό νεύρο του καπιταλισμού, και δη στη νεοφιλελεύθερη αγριάδα του, είναι η εννόηση των πάντων ως οικονομικών αξιών. Ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται πρωτίστως αναλώσιμο. Παρ’ όλο που ο καπιταλισμός συνοδεύει τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, οι οποίες διακηρύσσουν την αξία και τα δικαιώματα του ατόμου, η οικονομίστικη λογική υπερισχύει. Γι’ αυτό, άλλωστε, βλέπουμε σήμερα στην Ευρώπη την πολιτική να σαρώνεται από τη λογιστική. Σε περιόδους ευμάρειας ο καπιταλισμός παράγει τον εγωκεντρικό και άπληστο καταναλωτή, σε περιόδους διασάλευσης της νηνεμίας ευνοεί την αναβίωση του δουλεμπόριου. Ειδικά η άτακτη μετανάστευση υπονοεί ανθρώπους ευτελείς στην αναχώρησή τους και ανυπόστατους στην άφιξή τους.
Απέναντι σ’ αυτά βρίσκονται όσοι αρνούνται την εμπορευματοποίηση των πάντων και πιστεύουν στην ιερότητα του ανθρώπου, η οποία μεταφράζεται σε αλληλεγγύη προς κάθε αναγκαιμένο αδιάκριτα. Έχουμε, ωστόσο, περάσει σε μισοσκόταδους καιρούς που αυτό το πρόταγμα της αλληλεγγύης φέρνει συχνά σε αμηχανία τους υποστηρικτές του. Η πανανθρώπινη ανθρωπιά (κοντολογής ο άνθρωπος στην αυθεντικότερη μορφή του: σε στάση αγάπης προς τον ολότελα ξένο, κι όχι προς τον βιολογικά, πολιτισμικά ή ιδεολογικά συγγενή) έχει ως κύριο επιχείρημα τον πόνο, ή μάλλον το ότι δεν αντέχεται ο πόνος του άλλου και η αδικία. Επιχείρημα ιλιγγιωδώς σημαντικό για την ανθρωπιά, μα πολύ αδύναμο απέναντι σε λογιστικούς ρεαλισμούς. Θεμελιώδες χρέος, λοιπόν, είναι να μην υποσταλεί η σημαία της ανθρωπιάς. Οι μισαλλόδοξες ιδέες μουσκεύουν ήδη τον πλατύ κεντρώο χώρο, τον λεγόμενο χώρο των νοικοκυραίων. Με όρους πολιτικής θεολογίας θα έλεγα ότι έχει ήδη εκκολαφθεί το δαιμονικό, όπως είχαν ονομάσει στη Γερμανία την ανάδυση του ναζισμού οι αντιναζιστές Χριστιανοί. Και μαζί χρειάζεται δουλειά πάνω σε μια σειρά αντιφάσεων, παραλείψεων και εκκρεμμοτήτων, ώστε η σημαία να παραπέμπει σε κάτι αληθινό. Για να αντιμετωπίσει τους κακούς λύκους μέσα στην ιστορία, η Κοκκινοσκουφίτσα χρειάζεται να μην κατεβάζει πάνω στα μάτια τον σκούφο για τον οποίον δικαίως καμαρώνει!
Παραδόξως, το δικό της πρόταγμα της ανθρωπιάς το ροκανίζει η Αριστερά, όποτε η ίδια κλείνεται σε οικονομίστικες λογικές. Οι αριστεροί που ανοίγονται σε διάλογο με ανθρώπους άλλων εννοιολογικών εργαλείων ή διαφορετικής αριστερότητας, είναι ομολογουμένως ευάριθμοι και δεν κατορθώνουν να δώσουν τον τόνο. Αξίζει, λ.χ., να συζητηθεί κατά πόσο η μονοδιάστατη ερμηνεία του ανθρώπου απλώς ως αθροίσματος των κοινωνικών του σχέσεων πτωχεύει το ανθρώπινο φαινόμενο, προωθεί την αποδοχή κοινωνικών αυτοματισμών και μειώνει την ετοιμότητα για εκπλήξεις στην ιστορία.
Είπα ότι ο νεοφιλευθερισμός ευνοεί την κατασκευή ανυπόστατων ανθρώπων. Αλλά, από ολότελα διαφορετική σκοπιά, μπορεί να ενέχεται σε κάτι τέτοιο και η Αριστερά. Συνήθως νοεί τους μετανάστες απρόσωπα, ισοπεδωτικά και πατερναλιστικά, σαν συμπαγή μάζα ή σαν αγαθούς αγρίους. Αλλά τον συγκεκριμένο, τον ενυπόστατο άνθρωπο τον συνιστούν οι πολλές και ταυτόχρονες ταυτότητές του: ο πολιτισμός του, η τάξη του, η θρησκεία του, το αξιακό του σύστημα (αλλιώς κινούμαστε στην πλατωνικότερη μεταφυσική, παθιαζόμενοι όχι με τον ένσαρκο άνθρωπο, αλλά με την ιδέα του ανθρώπου). Αν νομίζεις ότι ξοφλάς ξεπετώντας όλα αυτά απλώς ως «εποικοδομήματα», θα περιέλθεις σε αδυναμία να αναμετρηθείς με τη σημερινότητα: σε αδυναμία να διακρίνεις τις υποκουλτούρες στα σπλάχνα κάθε εθνοτικότητας, σε αδυναμία να αντιληφθείς ότι κάθε πολιτισμός συντίθεται από φωτεινά και σκοτεινά σημεία, ότι ο εθνικισμός και ο φονταμενταλισμός είναι κακά όπου κι αν φυτρώνουν. Κληρονόμοι οι αριστεροί μιας ματιάς ριζικά αντιουσιοκρατικής, στην πλειονότητά τους σκέφτονται με εντυπωσιακά ουσιοκρατικό τρόπο, μιλώντας αφηρημένα για «θρησκεία» και όντας απρόθυμοι να διακρίνουν μεταξύ θεολογιών που παράγουν θεοκρατία και θεολογιών που θεωρούν τη θεοκρατία βλασφημία. Το μεταναστευτικό συνυφαίνεται με τα σύνθετα ζητήματα του κομμουνιταρισμού, δηλαδή της αξίωσης των θρησκευτικο-πολιτισμικών κοινοτήτων να είναι περίκλειστες και αυτόνομες. Ο ακραιφνής κομμουνιταρισμός δημιουργεί γκέτο όπου δεν φτάνει το φως του δημοσίου χώρου, νοούμενου ως του πολύτιμου φόρουμ όπου όλες οι προτάσεις νοηματοδότησης τους ανθρωπίνου βίου εκτίθενται, αναμετριώνται και λογοδοτούν. Αλλά πώς να δεις έγκαιρα τον κίνδυνο του γκέτο, όταν έχεις μείνει κολλημμένος στην πιο αστική αντίληψη, ότι η θρησκεία αφορά τα ιδιωτικά ανήλιαγα (σαν τη σχέση καταναλωτή και σαμπουάν) κι όχι τον δημόσιο χώρο; Τα γκέτο δεν είναι κακά απλώς επειδή έχουν κακές συνθήκες υγιεινής, αλλά, πολύ περισσότερο, επειδή υποθάλπουν σκοταδισμό και φονταμενταλισμό.
Απερίφραστος ή μασκαρεμένος σε κοινοβουλευτική λαϊκιστική δεξιά, ο εθνικοσοσιαλισμός μιλά κατά της πλουτοκρατίας, υπέρ του λαού, κατά της υποτέλειας. Πώς θα εξηγήσει πειστικά η Αριστερά σε τι διαφέρει ο δικός της αντιπλουτοκρατικός λόγος, η δική της επίκληση του λαού; Μένοντας σε αδούλευτη συνθηματολογία, οι δύο λόγοι θα φαίνονται όλο και πιο συγγενείς, και θα σπρώχνονται όλο και περισσότεροι πολίτες στο νεοναζισμό, αφού αυτός φαντάζει αποτελεσματικότερος. Φρονώ ότι εδώ χρειάζεται ιδιαίτερα να ανακριθούν δυο ζητήματα: η βία και η αγάπη. Για τους ναζί είναι αδύνατη η αμφισβήτηση της βίας, ενώ είναι μπορετή για την Αριστερά. Για τους ναζί η αγάπη (η αγάπη η αληθινή, η πανανθρώπινη) είναι κουσούρι. Για την Αριστερά είναι μεδούλι – αν βέβαια δεν εγκλωβιστεί κανείς στον βιολογισμό που τη σνομπάρει ως υπερεκτιμημένη χημική διαδικασία, όπως έλεγε ο Αλ Πατσίνο στον «Δικηγόρο του Διαβόλου».
Η διοικούσα Εκκλησία είναι χρεώστης: οφείλει να σταματήσει να συντηρεί θρησκευτικότητες βάναυσα αντίθετες προς το ευαγγέλιο. Ναζισμός, φασισμός, μισαλλοδοξία αποτελούν τον αντίποδα του Χριστιανισμού και μόνο χύμα μπορεί να λεχθεί αυτό. Οι παπάδες και οι πιστοί που επιμένουν στις ενορίες να φτιάχνουν φαγητό για τους πάντες, έλληνες και μετανάστες αδιάκριτα, επειδή δέχονται τον Χριστό μέσα στην ιστορία ως ξένος και άστεγο, αποτελούν την ορθόδοξη εκκλησία, σε αντιδιαστολή προς τους θρησκευάμενους που είτε κρυφομισούν τη δημοκρατία είτε διαπρέπουν στα συστημικά παιχνίδια. Αυτό οφείλει παράλληλα να εκφραστεί με λόγο, ως ομολογία και μαρτυρία. Το γενναίο κείμενο του παπα-Δημήτρη Θεοφίλου, «Σιωπηρή συνενοχή ή αντίδραση στον φασισμό;», ένα διαμάντι που βρίσκεται στο διαδίκτυο από τις αρχές Ιουλίου και θέτει την ιεραρχία ενώπιον των ευθυνών της, εκφράζει την ψυχή μας. Παρόμοια, το κίνημα της «Χριστιανικής Δημοκρατίας» στις αρχές του Σεπτέμβρη υπέβαλε στην Ιερά Σύνοδο «Αίτημα πνευματικής καταδίκης του Εθνοφυλετισμού – Νεοναζισμού», ενώ ήδη λειτουργεί στο facebook η «Πρωτοβουλία Χριστιανών κατά του Εθνοφυλετισμού, Νεοφασισμού, Νεοναζισμού». Στη συγκυρία αυτή η Αριστερά βρίσκεται ξανά μπροστά σε ένα στοίχημα, και μάλιστα σε ένα στοίχημα που την φέρνει σε θέση αντίστοιχη προς αυτήν της Ιεράς Συνόδου, όοο κι αν αυτή η φράση θα κάνει πολλούς αριστερούς που θεωρούν καθήκον τον αντικληρικαλισμό, να βγουν από τα ρούχα τους! Τη στιγμή που οι «Χρυσαυγίτες» κάνουν το ανουσιούργημα να εμφανίζονται ως δυνάμεις κρούσης ενός μισαλλόδοξου ελληνικού «χριστιανισμού» (αποκρύπτοντας τον διακηρυγμένο παγανισμό τους, τώρα που διεμβολίζουν τους νυκοκυραίους), η μεν Σύνοδος θα είναι ένοχος αποστασίας αν δεν αποκηρύξει ρητά αυτή την «προστασία», η δε Αριστερά θα είναι ένοχη σκοταδισμού αν αναλίσκεται σε συνειρμούς που ταυτίζουν τον Χριστιανισμό με τους βιαστές του! Είναι οδυνηρό, μα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι ένοχοι θα χορεύουν (καθένας με το δικό του μπρίο) στα τύμπανα που κρούει η «Χρυσή Αυγή»! Όλως αλλιώτικα, όμως, χτυπά η καρδιά του ευαγγελίου, παρόλο που η ηχορύπανση χρόνων πολλών έχει βαλθεί να το επικαλύψει. Θα κατεβάσετε τον σκούφo πάνω στ’ αυτιά, φίλοι;

* «Προεκλογική συζήτηση που έλειψε», περιοδικό Σύναξη 122 (2012), σσ. 89-90.
O Θανάσης Παπαθανασίου είναι δρ Θεολογίας, εκπαιδευτικός, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη»
Πηγή: μπλογκ «Ενάντια στον Αντισημιτισμό»
http://enantiastonantisimitismo.wordpress.com/2012/11/02/athanasios-papathanasiou-dromos-tis-aristeras

3.11.12

Ανομία



Νόμος, δίκιο και «επανάσταση»
Πάσχος Mανδραβέλης


Σε μια δημοκρατία όλα επιτρέπονται εκτός από εκείνα που απαγορεύονται ρητώς από τον νόμο. Σε μια δικτατορία όλα απαγορεύονται εκτός από εκείνα που ρητώς επιτρέπονται από τον νόμο. Στην Ελλάδα ακόμη ψάχνουμε να βρούμε τι είναι νόμος. Μην είναι ότι ψηφίζει η Βουλή; Μην είναι το «δίκιο του εργάτη»; Μην είναι το «δίκαιο που παράγει η επανάσταση», όπως γράφουν διάφοροι καθηγητές σε έντυπα και μπλογκ;
Αν θεωρήσουμε ότι νόμος είναι οι αποφάσεις του «επαναστατικού υποκειμένου» τότε πρέπει να ορίσουμε το «επαναστατικό υποκείμενο». Δηλαδή και η 17 Νοέμβρη –ήταν, δεν ήταν πενήντα νοματαίοι– την «επανάσταση» έπαιζε. Νομιμοποιούνται 27 δολοφονίες στο όνομα της «επανάστασης», όπως έγραφαν στις αιματοβαμμένες προκηρύξεις της; Οταν η Χρυσή Αυγή αποκτήσει το πλούσιο λεξιλόγιο της Αριστεράς μπορεί πιθανώς να αυτοπροσδιοριστεί ως φορέας της επανάστασης, που μάχεται τις αδικίες της σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Κάτι αντίστοιχο δεν έγραφε και στο μακροσκελές παραλήρημά του ο καταδικασθείς για 77 δολοφονίες Νορβηγός ακροδεξιός;
Το ίδιο πρόβλημα έχουμε και με το «δίκιο του εργάτη». Κάποιοι πρέπει να το προσδιορίσουν. Αυτοί πρέπει να συναπαρτίζουν ένα σώμα ευρύτερο του πολιτμπιρό ενός κόμματος ή το Δ.Σ. ενός σωματείου. Κι αυτό για πολύ πρακτικούς λόγους: μπορεί το πολιτμπιρό ενός κόμματος να αποφασίσει το α ως «δίκιο» και το πολιτμπιρό ενός άλλου κόμματος να αποφασίσει το -α. Μπορεί το Δ.Σ. ενός σωματείου να αποφασίσει ότι νομιμοποιείται να κλείνει το κέντρο της Αθήνας κάθε μέρα, αλλά το «δίκιο» του εμπορικού συλλόγου λέει ούτε μία ώρα. Συνεπώς, όταν τα μερικά «δίκια» συγκρούονται χωρίς να υπάρχει ο καθολικά αποδεκτός κανόνας της πλειοψηφίας, ο μόνος τρόπος να υπερισχύσει το ένα δίκιο έναντι του άλλου είναι να παίζουμε ξύλο. Για την ακρίβεια αυτό κάναμε πριν εφεύρουμε τη Δημοκρατία. Παρά τα κοινοβουλευτικά ελλείμματά της είναι καλύτερη λύση από το να σκοτωνόμαστε στους δρόμους.
Αυτά τα ζητήματα δεν έχουν ξεκαθαρίσει στην ελληνική πολιτική συζήτηση με αποτέλεσμα διάφοροι να κουρσεύουν τις έννοιες του δικαίου και των νόμων για να καταλήξουμε στη χώρα της γενικευμένης ανομίας. Ρωτήθηκε, για παράδειγμα, ο κ. Τσίπρας από τον δημοσιογράφο του ΑΠΕ κ. Νίκο Ρούμπο αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα έκανε κατάληψη στο Harvard, επειδή διδάσκει εκεί ο κ. Γιώργος Παπανδρέου. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης απάντησε: «Η κλίμακα της αντίστασης και της διαμαρτυρίας νομιμοποιείται από την αποδοχή της από το κοινωνικό σύνολο και από το δημοκρατικό των διαδικασιών μας μέσα από τις οποίες λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις… το ερώτημά σας είναι λίγο οξύμωρο, διότι στο Harvard θα ήταν λίγο δύσκολο να γίνει κατάληψη».
Ας προσπεράσουμε την ειλικρίνεια του κ. Τσίπρα. Προφανώς στα δικά μας «απροϋπόθετα» πανεπιστήμια η κατάληψη δεν είναι σχήμα οξύμωρο, διότι είναι εύκολη. Τα ερωτήματα είναι δύο. Πώς πιστοποιείται «αποδοχή (σ.σ.: μιας παρανομίας, όπως είναι η κατάληψη) από το κοινωνικό σύνολο»; Πώς ορίζεται το «δημοκρατικό των διαδικασιών μας μέσα από τις οποίες λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις»; Δηλαδή: με δεδομένο πως είναι διάχυτη η αίσθηση ότι πολλοί Ελληναράδες κρυφογελούν κάτω από τα ανατολίτικα μουστάκια τους για τα πογκρόμ εναντίον μεταναστών, σύμφωνα με τη θεωρία του κ. Τσίπρα το μόνο που πρέπει να πιστοποιήσουμε για το «δίκιο ή άδικο» του αγώνα της Χρυσής Αυγής είναι αν τα μέλη στην Τ.Ο. Ραφήνας ψήφισαν πριν εφορμήσουν στο πανηγύρι;

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 23 Σεπτεμβρίου 2012
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_23/09/2012_496504


***


Το παρελθόν και το μέλλον της ανομίας
Στάθης Ν. Καλύβας*


Δεν πιστεύω ότι μπορεί κανείς να διαφωνήσει με τη διαπίστωση πως στην Ελλάδα ισχύει ένα άτυπο αλλά εκτεταμένο καθεστώς ανομίας, που καλύπτει περιπτώσεις μεγάλης διαφθοράς αλλά και καθημερινές πρακτικές ευρείας έκτασης, όπως η φοροδιαφυγή, η μαζική αντιγραφή στα πανεπιστήμια, το παράνομο παρκάρισμα ή το κάπνισμα σε χώρους όπου απαγορεύεται. Εκεί που αρχίζουν να εμφανίζονται οι διαφωνίες είναι όταν επιχειρούνται η διασάφηση του περιεχομένου της ανομίας, ο εντοπισμός της ρίζας της, η περιγραφή των συνεπειών της και η αναζήτηση της διαδικασίας που οδηγεί στην ανατροπή της.
Ο όρος ανομία εισάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Γάλλο κοινωνιολόγο Emile Durkheim και αφορά την κατάρρευση των κανόνων που διέπουν την καθημερινή συμβίωση. Στη χώρα μας χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα καθεστώς ευρείας ατιμωρησίας και ουσιαστικής απουσίας κυρώσεων. Στην πράξη, η πλημμελής εφαρμογή του νόμου ισοδυναμεί με την επιλεκτική και, επομένως, αυθαίρετη εφαρμογή του. Η ανομία είναι επομένως διφυής: αφορά τόσο διάχυτες ατομικές συμπεριφορές που συχνά αποκτούν έναν κοινωνικό αυτοματισμό και φθάνουν να θεωρούνται φυσιολογικές, όσο και κρατικές πολιτικές που επιτρέπουν την ύπαρξη και τον πολλαπλασιασμό των συμπεριφορών αυτών. Οι συνέπειές της είναι τεράστιες: διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό, αυξάνει τη βία και υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη.
Μολονότι όλοι δέχονται πως η ανομία διαποτίζει ολόκληρη την κοινωνία, ο καβγάς αφορά το αν θα πρέπει να τονίζεται και να στηλιτεύεται η «μεγάλη» ανομία των λίγων ή η «μικρή» ανομία των πολλών. Πρόκειται για αποπροσανατολιστική συζήτηση, αφού και οι δύο αποτελούν πτυχές του ιδίου φαινομένου. Ο επιμερισμός των ευθυνών ανάμεσά τους είναι, επομένως, και αδύνατος και άσκοπος.
Ποιες είναι οι ρίζες της ανομίας και πώς έφθασε στο σημείο να κυριαρχήσει; Εδώ και αρκετά χρόνια, η πολιτική ηγεσία επέλεξε την πλημμελή εφαρμογή του νόμου για να μπορεί να καλύπτει δικές της αμαρτίες. Ετσι, ουσιαστικά παραχωρήθηκε στην κοινωνία το «προνόμιο» να παρανομεί στο πλαίσιο ενός άτυπου κοινωνικού συμβολαίου που επέτρεπε στις ελίτ να χρησιμοποιούν τις μάζες ως άλλοθι και το αντίστροφο, στο πλαίσιο της αντίληψης πως «όλοι τα ίδια κάνουν». Στη συνέχεια, το κράτος έχασε και την ικανότητα να εφαρμόζει τον νόμο εξαιτίας της βαθμιαίας διάβρωσής του και της επικράτησης μιας ευρύτατης αρνησιδικίας. Σύμφωνα με νέα στοιχεία, το σύνολο των αδίκαστων υποθέσεων στο Ελεγκτικό Συνέδριο έχει πλέον ξεπεράσει το όριο των 30.000, τα αδίκαστα κακουργήματα στο εφετείο ξεπερνούν τις 5.500, ενώ στο μεγαλύτερο ειρηνοδικείο της χώρας οι νέες δίκες προσδιορίζονται για το 2018. Οσο συνεχίζεται η αρνησιδικία, αυξάνεται η παρανομία, που πλέον συμπεριλαμβάνει και την αυτοδικία καθώς και φαινόμενα εκτεταμένης πολιτικής βίας, αρχικά από το αριστερό άκρο του φάσματος και πλέον και από το δεξιό. Οι δολοφόνοι της Μarfin κυκλοφορούν ελεύθεροι χωρίς να θεωρείται πως κάτι τέτοιο αποτελεί βαθύτατη προσβολή της έννοιας της δικαιοσύνης, οι κατηγορούμενοι για τις τρομοκρατικές ενέργειες και τους φόνους του ΕΛΑ εξαφανίζονται μέσα στη γενική αδιαφορία, ενώ ομάδες μπράβων οργανώνουν καθημερινά δημόσιους ξυλοδαρμούς αθώων ανθρώπων χωρίς να παρενοχλούνται καν. Οπως ένα μικρόβιο, η ανομία μολύνει τα πάντα στο πέρασμά της και εκφυλίζει κράτος και κοινωνία.
Πώς έγινε δυνατή μια τέτοια εξέλιξη; Πηγαίνοντας πολύ πίσω στον χρόνο, θα μπορούσε κάποιος να παραπέμψει στην οθωμανική περίοδο ή στον τρόπο με τον οποίο δομήθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Πρέπει όμως να παραδεχθούμε πως τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Μολονότι η Ελλάδα διαθέτει πλούσια ιστορία πολιτικών διώξεων και παρακρατικής δραστηριότητας, υπήρξαν πρόσφατες σχετικά περίοδοι όπου ο νόμος εφαρμοζόταν και οι άνθρωποι λειτουργούσαν μέσα σε ένα πλαίσιο που οριζόταν από τον σεβασμό στους κανόνες.
Το σημείο τομής είναι μάλλον η χούντα, που προσέδωσε σε μια σειρά από έννοιες, όπως η τάξη, η ιεραρχία, ή ο νόμος, έναν βαθύτατα αντιδημοκρατικό χαρακτήρα. Το αποτέλεσμα ήταν, μετά τη Μεταπολίτευση, η έννοια της δημοκρατίας να ταυτιστεί πρακτικά με την ανομία και η εφαρμογή του νόμου, ιδιαίτερα όταν έθιγε κάποιες ομάδες, να ισοδυναμεί με την καταπίεση και την αντιδημοκρατική αυθαιρεσία. Αν και ανάλογες τάσεις παρατηρήθηκαν σε άλλες χώρες με αυταρχικό παρελθόν, το μεταπολιτευτικό καθεστώς όχι μόνο απέτυχε να συμμαζέψει τα πράγματα αλλά, με τον Ανδρέα Παπανδρέου στο τιμόνι της χώρας, ουσιαστικά θεσμοποίησε αυτή τη διάχυτη αντίληψη και τη μετέτρεψε σε καθεστωτική ιδεολογία.
Πώς ξεφεύγει μια χώρα από την ανομία; Το θετικό στοιχείο είναι πως για να γίνει αυτό δεν απαιτείται η συνολική αλλαγή της κοινωνικής κουλτούρας, κάτι που θα απαιτούσε δεκαετίες. Από τη στιγμή που ο νόμος αρχίσει να επιβάλλεται με συστηματικό τρόπο, οι άνθρωποι θα ξαναμάθουν να τηρούν τους κανόνες. Και πώς επιτυγχάνεται η συστηματική επιβολή του νόμου; Με την απόφαση της πολιτικής ηγεσίας, ξεκινώντας για συμβολικούς λόγους από την κορυφή. Μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο; Βεβαίως. Το ερώτημα είναι εάν θέλει. Η ευθύνη είναι επομένως σαφής. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως όσο συνεχίζει η κάθε πολιτική ηγεσία να μη θέλει, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να παγιωθεί πλήρως η ανομία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον της χώρας.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή», 30 Σεπτεμβρίου 2012
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_30/09/2012_497163


***


Όριο σημαίνει ελευθερία
Ηλίας Mαγκλίνης


Οι ακραίες καταστάσεις ευνοούν τα άκρα. Τούτη η αυτονόητη αλήθεια έχει μια ακόμα, επίσης αυτονόητη, παράμετρο: όσο θα παρατείνεται η κρίση τόσο τα άκρα θα ενδυναμώνονται. Το βάθος της ηθικής, αξιακής, πολιτισμικής κρίσης που περνάει η χώρα όμως δεν έγινε ξαφνικά ορατό μετά το 2008. Είναι γνωστό ότι η κρίση σοβούσε πολλά χρόνια τώρα: σε επίπεδο κορυφής (κυβερνήσεων, κομμάτων, τοπικών αυτοδιοικήσεων, ΜΜΕ) αλλά και στο επίπεδο των απλών ψηφοφόρων. Οσο και αν το ψάρι, όπως λέγεται, βρωμάει από το κεφάλι και οι πολίτες έχουμε ευθύνη και μάλιστα μεγάλη.
Οταν λέμε ότι η κρίση σοβούσε, πάει να πει ότι πολύ πριν από την άνοδο της ακροδεξιάς και του νεοναζισμού, πριν όμως και από τους νεκρούς της Marfin, το πλιάτσικο και τους βανδαλισμούς στο κέντρο της πρωτεύουσας κ.ο.κ., τα άκρα, σε ένα ευρύτερο φάσμα, γνώρισαν μετά το 1974 προνομιακή μεταχείριση στη χώρα μας. Ηδη δηλαδή ζούσαμε ακραίες καταστάσεις στην Ελλάδα (μα πολύ πιο σποραδικές και σαφώς σε χαμηλότερη ένταση συγκριτικά με όλα όσα ζούμε μετά το 2008 - ’9).
Είναι ειρωνικό, αλλά η μακροβιότερη περίοδος πολιτικής σταθερότητας, ειρήνης και ευμάρειας (επίπλαστης ή μη) στη χώρα μας συνοδεύθηκε και από μια σταδιακή περιφρόνηση κάθε αίσθησης ορίων. Προσοχή: η έννοια των ορίων δεν ταυτίζεται με την καταστολή και τον αυταρχισμό. Οριο, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, στην ουσία του, σημαίνει ελευθερία: σημαίνει ότι ξέρω πού βρίσκομαι και πού πατάω, γνωρίζω τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μου και πορεύομαι με βάση αυτά τα δεδομένα και ανάλογα με τις ικανότητές μου. Οριο σημαίνει ελευθερία, διότι εμπεριέχει τόσο τη λογική όσο και το αίσθημα, όχι το ένα ή το άλλο. Είναι το όριο που θέτουμε με τον εαυτό μας βάσει ενός, ας πούμε, «υπαρξιακού συμβολαίου», μα και με την κοινωνία, την πολιτεία, βάσει ενός κοινωνικού συμβολαίου. Το σημαντικότερο: όριο σημαίνει ελευθερία, διότι βρίσκεται στον αντίποδα της περιχαράκωσης, της στατικότητας: γνωρίζω τα όριά μου σημαίνει ότι σταδιακά, με προσπάθεια, τα διευρύνω, μέσα από μικρές υπερβάσεις, εγκαθιδρύοντας νέα όρια και πάλι. Είναι μια αέναη κίνηση προς τα εμπρός που δεν γίνεται αυθαίρετα, αλλά μέσα στο πλαίσιο της συνύπαρξης με άλλους ανθρώπους γύρω μας, άλλες κοινότητες, άλλες χώρες κ.λπ. Η ελληνική πολιτική τάξη και κατ’ επέκταση η ελληνική κοινωνία μετά το 1974 μοιάζει να πορεύθηκε χωρίς καμία συναίσθηση τέτοιων ορίων: τις περισσότερες φορές αφεθήκαμε σε ένα «άγεσθαι και φέρεσθαι» χωρίς συναίσθηση καθήκοντος και υποχρεώσεων, δίχως στέρεο πρόσωπο, αλλά με διαδοχικά προσωπεία που άλλαζαν ανάλογα με τους καιρούς. Η χειρότερη κληρονομιά που άφησαν η στρατοκρατική δικτατορία και η λειψή μετεμφυλιακή δημοκρατία (με τις ωμές, διαρκείς παρεμβάσεις των σωμάτων ασφαλείας) ήταν ότι κάθε στοιχειώδης αίσθηση ορίου ταυτίστηκε με την καταστολή, τον αυταρχισμό, τον χωροφύλακα, τον συνταγματάρχη. Με άλλα λόγια, το όριο δεν ήρθε ποτέ εκ των έσω, ως μια εσωτερική αναγκαιότητα, αλλά επιβλήθηκε από εξωτερικούς παράγοντες. Τώρα, το γιατί ως πολιτεία και ως κοινωνία δεν διαθέταμε την ωριμότητα, τη συναίσθηση αυτών των εσωτερικών ορίων, του αυτοπροσδιορισμού δηλαδή, είναι μια άλλη, τεράστια κουβέντα.
Σε κάθε περίπτωση, τα ανακλαστικά ορισμένων από τους ανθρώπους που ανήλθαν στην εξουσία μετά το 1981 ήταν απότοκα τέτοιων τραυματικών βιωμάτων. Για άλλους, η καταστολή και οι αστυνομεύσεις αποτέλεσαν το ιδανικό άλλοθι για την εδραίωση μιας κουλτούρας της αυθαιρεσίας, κουλτούρα που διαπέρασε όλο το πολιτικό - ιδεολογικό φάσμα. Κάπως έτσι φτάσαμε στο σημείο το «νόμιμο να είναι και ηθικό» και αυτό να λέγεται ευθαρσώς από υπουργό αστικού, συντηρητικού κόμματος. Είναι και αυτό ένα άκρο: είναι το άκρο που καθιστά τη διαφθορά αυτονόητη, την εξουσία απεριόριστη. Οπως άκρο ήταν η εξιδανείκευση της τρομοκρατίας και η ανοχή των βανδαλισμών από την ελληνική Αριστερά: εδώ έχουμε το άκρο που θέλει τη (δική μας) βία όχι μόνον αυτονόητη, μα και επιβεβλημένη, αγιασμένη. Καλούμαστε λοιπόν να θέσουμε εκ νέου τα όριά μας. Εδώ που φτάσαμε, κάτι τέτοιο θα γίνει (αν γίνει) με πόνο.

Πηγή: εφημερίδα «Η Καθημερινή» 21 Οκτωβρίου 2012
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_21/10/2012_499393


***


Περί των φαινομένων ανομίας: προάγγελος εξέγερσης
Μόδεστος Σιώτος


Πληθαίνουν τα φαινόμενα ανομίας στη χώρα. Από το περίφημο κίνημα «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω», τη φοροδιαφυγή, τις συνεχείς απεργίες στα μέσα μεταφοράς μέχρι και τις καταλήψεις σε πανεπιστημιακά κτήρια και το κάπνισμα στις καφετέριες, η ανομία κερδίζει έδαφος. Καταστάσεις γενικευμένης ανυπακοής που δείχνουν πως ο μέσος έλληνας δεν λαμβάνει υπόψη του τους νόμους του ελληνικού κοινοβουλίου. Τι ακριβώς σημαίνει, όμως, αυτό;
Πιστεύω ότι η απάντηση έχει δύο σκέλη.
Πρώτον, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, έχει απονομιμοποιήσει στη συνείδηση του το σύστημα. Διαισθάνεται την απουσία κάποιου κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κυβερνόντων και κυβερνώμενων αφού πιστεύει –και έχει δίκιο- ότι π.χ. τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν από τις αυξήσεις στη φορολογία ή τον ΦΠΑ, δεν θα χρησιμοποιηθούν προς όφελος του πολίτη και του συνόλου της κοινωνίας αλλά προορίζονται για να εξυπηρετηθούν οι δανειστές μας, να αγοραστούν όπλα από τη Γερμανία και τη Γαλλία, να διασωθούν όσοι επιχειρηματικοί κολοσσοί έχουν απομείνει στη χώρα μας. Ο έλληνας θεωρεί ότι και το ένα ευρώ παραπάνω που θα δώσει ο φορολογούμενος φεύγει εκτός της χώρας και είναι πεπεισμένος πως δεν θα ξαναγυρίσει στη τσέπη του. Κοινώς, αισθάνεται ότι τον κλέβουν. Γι’ αυτό το λόγο, δεν πληρώνει.
Από την άλλη, όμως, σε μία ευνομούμενη κοινωνία το νόμο τον επιβάλλει το κράτος και όχι μεμονωμένοι πολίτες. Στις οργανωμένες δυτικές κοινωνίες, υπάρχει μία νοητή αλυσίδα, όσον αφορά τη διατύπωση και εφαρμογή των νόμων, που ξεκινά από τον πρωθυπουργό και συνεχίζει στον αρμόδιο υπουργό, στον διευθυντή του υπουργείου, στους επικεφαλής των τμημάτων και καταλήγει στον εκάστοτε δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος και εξασφαλίζει την εφαρμογή του νόμου. Στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η εντολή που θα δώσει ο πρωθυπουργός χάνεται κάπου στη πορεία. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε γιατί το κράτος μας έχει τις υποδομές της Ζάμπια (που ας μην υπερβάλλουμε δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο) είτε γιατί η απονομιμοποίηση των κρατικών εντολών έχει αγγίξει και τους κρατικούς φορείς. Ο ελεγκτής στο μετρό συμπονά το συνομήλικο συμπολίτη του που του εξηγεί ότι βγάζει 700 ευρώ το μήνα και έχει δύο παιδιά. Ο δημοτικός αστυνόμος κάνει τα στραβά μάτια όταν περνά απέξω από τις καφετέριες και βλέπει τον κόσμο να ντουμανιάζει διότι σε δύο ώρες που σχολάει, θα πάει και εκείνος στο καφέ τις γειτονιές του να πιεί ένα φρέντο και να κάνει και ένα τσιγαράκι. Η «συνειδησιακή» ανομία, δηλαδή, αποκτά όλο και περισσότερο έδαφος και αγγίζει και τους κρατικούς υπαλλήλους. Ως εκ τούτου, υπάρχει τεράστια δυσκολία στο να εφαρμοστεί οποιαδήποτε νομοθεσία.
Μιλώντας καθαρά αντικειμενικά, πιστεύω ότι όλα αυτά τα φαινόμενα είναι προάγγελος εξέγερσης. Όταν ένα ποσοστό γύρω στο 35-40% του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων πολιτών που εργάζονται για το δημόσιο, αδιαφορεί για τους νόμους του κράτους, αδιαφορεί και για τη διάσωση του συστήματος που εκπροσωπούν αυτοί οι νόμοι. Δεν θεωρώ διόλου απίθανο μέχρι το τέλος του έτους, το ποσοστό αυτό να έχει ξεπεράσει το 50-60%. Και τότε, εάν υπάρξει μία σπίθα που θα μπορούσε να δυναμιτίσει τη κατάσταση, ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί.

Πηγή: Protagon.gr, 8 Φεβρουαρίου 2012
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=5208


***


Τελευταίο οχυρό
Ανδρέας Πετρουλάκης


Οι διεφθαρμένοι πολιτικοί, οι φοροφυγάδες επιχειρηματίες, οι επίορκοι δημόσιοι λειτουργοί και οι λοιπές παθογενείς υποκατηγορίες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Κρύβονται μέσα στους πολλούς, συχνά με την ανοχή των πολλών και σίγουρα δυσφημώντας τους. Δηλαδή οι υπηρέτες του συστήματος που το οδήγησαν μέχρι εδώ διατρέχονται από μια κάθετη ανομία που διαπερνά όλα τα εντός συστήματος στρώματα. Φτάνει όμως και έξω από αυτά. Οι αμφισβητίες του συστήματος επίσης διατρέχονται από την ίδια ανομία. Ανάμεσα στους καλούς διαδηλωτές που είναι οι πολλοί, ανάμεσα σε εξοργισμένους νέους που πετροβολούν άσφαιρα, παρεισφρέουν οι επιβουλείς της περιουσίας και της σωματικής ακεραιότητας συμπολιτών μας. Και φυσικά δυσφημούν τους κοινωνικούς αγώνες.
Με αυτήν την ανομία μάθαμε να ζούμε, συμφιλιωθήκαμε μαζί της και έφτασε να μας φαίνεται αυτονόητη σαν φυσικό φαινόμενο. Με τον ίδιο τρόπο που όταν πάμε στην πολεοδομία είμαστε έτοιμοι να συναλλαγούμε με τον ανέντιμο υπάλληλο που μακροημερεύει στο πόστο του υπό την ανοχή των εντίμων συναδέλφων του, έτσι και όταν κατεβαίνουμε σε διαδήλωση ξέρουμε ότι έχουμε κάποιους μόνιμους επιβάτες της ουράς της, με τους οποίους συνηθίσαμε να συνυπάρχουμε, που ήρθαν για να σπάσουν καταστήματα και κεφάλια. Η κατάληξη ήταν προαναγγελθείσα. Όπως οι διεφθαρμένοι υψηλόβαθμοι λειτουργοί οδήγησαν την χώρα εδώ που βρίσκεται –κάποτε θα συνέβαινε, τα λεφτά που έχουν χαθεί αυτά τα χρόνια ήταν πολλά– έτσι και οι υψηλόβαθμοι της επανάστασης οδήγησαν την χτεσινή διαδήλωση στον θάνατο – κάποτε θα συνέβαινε, οι μολότωφ που έχουν πέσει αυτά τα χρόνια ήταν αμέτρητες.
Δεν μας έχουν μείνει πολλά. Στην ουσία ένα. Η απόφαση να βάλουμε τέρμα στην ανομία. Είναι τόσο καταλυτικό όσο κοινότοπο ακούγεται. Η τελευταία γραμμή άμυνας της κοινωνίας μας είναι να παραμείνει σε αυτήν την κρίση συντεταγμένη. Να ανακαλύψει ξανά τους κανόνες της και να τους τηρήσει με νέα προσήλωση. Και αν χρειαστεί να αντικαταστήσει κάποιους από αυτούς, πάλι σε συνθήκες προβλεπόμενης νομιμότητας και όχι έκτακτης επικαιρότητας να το κάνει.

ΥΓ. Ανάμεσα στους κανόνες ασφαλώς περιλαμβάνω και τον κυριότερο, τον Καταστατικό Χάρτη. Όχι, φίλε μου Τάσο Τέλλογλου, καμμιά έκτακτη κατάσταση δεν δικαιολογεί οριακές ερμηνείες που στο τέλος τους έχουν την αυτοαναίρεση του Συντάγματος, ανεξαρτήτως αγαθών προθέσεων που, όπως γνωρίζεις, στρώνουν τον δρόμο για την κόλαση.

Πηγή: Protagon.gr, 6 Μαίου 2012
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=2154


***


Νόμος είναι το δίκιο το δικό μου!
Κώστας Ρεσβάνης


Δεν νομίζω να υπάρχει άλλη χώρα στον πολιτισμένο κόσμο σαν τη δική μας, όπου επί χρόνια έχει δεχθεί και έχει ανεχθεί τόση ανομία, τόση βία, τόσα εγκλήματα δίχως να κάνει μια προγραμματισμένη, ψύχραιμη και αποφασιστική πολιτική καταπολέμησης των αποτρόπαιων φαινομένων.
Η επιτομή αυτής της απραξίας είναι μια φράση του ανεκδιήγητου Παπουτσή: «Προτιμώ ένα σπασμένο μάρμαρο από ένα σπασμένο κεφάλι» Ωσάν ο μόνος τρόπος για να μην καταστραφεί μια πόλη είναι να ανοίγεις κεφάλια. Και ακολούθησε η επωδός-ανάσα: «Ευτυχώς δεν θρηνήσαμε νεκρούς» Σοβαρά, σπουδαίοι μου; Και οι νεκροί της Marfin τι ήταν; Αυτοκτόνοι;
Πιστεύω ότι σήμερα είμαστε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία και μια κοινωνία που έχει πλέον ενσωματώσει και δέχεται, με μισόλογα αποδοκιμασίας, την καθημερινή, ωμή βία σε όλους τους χώρους. Και φοβάμαι ότι έχει πάψει ουσιαστικά να είναι ευνομούμενη αυτή η χώρα, έχοντας δώσει την ευκαιρία σε έκνομους με γραβάτα ή με κουκούλα να την μετατρέψουν σε ένα τόπο όπου ο καθένας από αυτούς φωνάζει και εφαρμόζει ανεμπόδιστα το σύνθημά του: «Νόμος είναι το δίκιο το δικό μου»!
Το δικό τους δίκιο απόκτησαν οι χούλιγκανς, οι παλληκαράδες του συνδικαλισμού που διαλύουν όποια θεσμική έκφραση δεν τους γουστάρει, οι μπαχαλάκηδες της γνωστής προέλευσης, τα φίδια της Χρυσής Αυγής, οι ντεσπεράδος κάθε λογής που προπηλακίζουν και κακοποιούν απρόσκοπτα πολιτικούς, απλούς πολίτες, καλλιτέχνες, δρώντες θεσμικούς που είχαν την ατυχία να έχουν απλώς άλλη άποψη. Αυτοί οι πολέμιοι των δημοκρατικών κανόνων πήραν άλλωστε ένα καλό παράδειγμα από τους γνωστούς πρυτάνεις –επιστήμες άνθρωποι!– που δεν προστάτευσαν συναδέλφους τους πανεπιστημιακούς από τους εγκάθετους. Όλοι αυτοί, λοιπόν, έχουν το δικό τους, εφαρμοσμένο πλέον, δίκαιο.
Οι μόνοι που δεν έχουν κανένα δίκιο παρέμειναν οι εκατοντάδες χιλιάδες απλοί πολίτες που βλέπουν να καταρρέουν τα πάντα γύρω τους και να διαλύεται ένα πολεοδομικό συγκρότημα πέντε εκατομμυρίων ψυχών. Οι μόνοι που δεν βρίσκουν το δίκιο τους είναι αυτοί που θέλουν να πάνε ήσυχα στις δουλειές τους, αυτοί που θέλουν να διαδηλώσουν ή να μετάσχουν σε μια κοινωνική εκδήλωση δίχως να κινδυνεύουν, αυτοί που υποφέρουν και θέλουν να διαμαρτυρηθούν μαζικά αλλά κόσμια, αυτοί που είδαν τους κόπους μιας ζωής τυλιγμένους στις φλόγες. Αυτοί ωστόσο είναι η πλειοψηφία. Και τι κάνει η συντεταγμένη πολιτεία που στηρίζεται στη συνταγματική λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή ακριβώς στη δύναμη της πλειοψηφίας; Επιτρέψτε μου να πω: Σχεδόν τίποτα!
Τα κόμματα που κυβέρνησαν –αφήστε τα άλλα– είτε από ανικανότητα είτε από μικροκομματικούς υπολογισμούς απέφυγαν κάθε τι που θα χτυπούσε τη ρίζα του κακού, δείχνοντας αυτοκτονικές τάσεις και δολοφονική αδιαφορία προς τη δημοκρατική τάξη. Ποιος πολίτης στ’ αλήθεια, οποιασδήποτε δημοκρατικής ιδεολογίας, δεν θα στήριζε μια προσπάθεια, που με απαράβατο όρο την προστασία των δημοκρατικών και προσωπικών δικαιωμάτων, θα προγραμμάτιζε κατά των εγκληματικών ενεργειών, μια οργανωμένη πρόληψη, μια συνετή και αποτελεσματική καταστολή και αυστηρές ποινές σε διαπιστωμένες παραβατικές συμπεριφορές;
Ακούω και διαβάζω συχνά ότι προϋπόθεση για την εξαφάνιση όλων των ανομιών είναι ένα δικαιότερο κράτος, η ουσιαστική βοήθεια στις ομάδες του πληθυσμού που υποφέρουν, η ακεραιότητα των πολιτικών, η αξιοκρατία, η διαφάνεια στη δημόσια σφαίρα κλπ.
Συμφωνώ απολύτως – πώς αλλιώς; Αλλά αναρωτιέμαι: Μήπως έως κατακτηθούν όλα αυτά, πρέπει να συμφωνήσουμε να γίνει κάτι τώρα; Τώρα που έφθασε και η προεκλογική περίοδος, ιδανικό προσάναμμα για κάθε είδους έκνομη ενέργεια; Διότι είναι αλήθεια ότι τη βία την νοιώθεις αληθινά μόνο όταν χτυπήσει τη δική σου πόρτα – και ακούω όλο και περισσότερα χτυπήματα σε πόρτες.

Υ.Γ.: Βούιζε μέρες το Διαδίκτυο για τις προθέσεις της αλητείας κατά του Νταλάρα. Οι μόνες που αγνόησαν την επερχόμενη βία ήταν οι δυνάμεις. «Προστασίας του πολίτη». Όσοι είναι αισιόδοξοι, να κάνουν ένα βήμα μπροστά.

Πηγή: Protagon.gr, 8 Μαρτίου 2012
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=13281